καταιθύσσω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιθύσσω Medium diacritics: καταιθύσσω Low diacritics: καταιθύσσω Capitals: ΚΑΤΑΙΘΥΣΣΩ
Transliteration A: kataithýssō Transliteration B: kataithyssō Transliteration C: kataithysso Beta Code: kataiqu/ssw

English (LSJ)

   A wave or float down, πλόκαμοι . . νῶτον καταίθυσσον Pi.P.4.83; εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν sheds fair weather down upon the hearth, ib.5.11:—hence καταῖθυξ ὄμβρος, Trag.Adesp. 216.

German (Pape)

[Seite 1350] von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταιθύσσω: κινοῦμαι ταχέως τῇδε κἀκεῖσε ἐπάνω εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· (Κάστωρ) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, αὐτόθι 5. 13.

French (Bailly abrégé)

faire briller, illuminer.
Étymologie: κατά, αἰθύσσω.

English (Slater)

καταιθύσσω
   a fall in waves down c. acc. πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (P. 4.83)
   b shed over c. acc. & dat. Κάστορος. εὐδίαν ὃς μετὰ χειμερίαν ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.11)

Greek Monolingual

καταιθύσσω (Α)
1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα-δώθεἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.)
2. διαχέωΚάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» — ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»].