κληρώνω

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM κληρώ, -όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) κλήρος
1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις τοὺς ἀθλητὰς κληροίη μὴ οἵ ἄν δύνωνται ἀγωνίζεσθαι, ἀλλ' οἵ ἄν λάχωσιν», Αριστ.
δ. «κεκληρῶσθαι μὲν γὰρ αὐτὸν ἄρχειν τῶν ἀποθανόντων», Λουκιαν.)
2. ρίχνω κλήρο, βγάζω κλήρο από την κληρωτίδα («κληροῡσι τὰς φυλὰς κατὰ μίαν», Πολ.)
νεοελλ.
1. (τριτοπρόσ.) κληρώνει και κληρώνεται
(για λαχείο) γίνεται κλήρωσηαύριο κληρώνει»)
παθ. κληρώνομαι
2. καλούμαι στον στρατό για εκπλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας, στρατολογούμαι
μσν.
καρπούμαι, νέμομαι, εκμεταλλεύομαι
αρχ.
1. (για τον κλήρο) πέφτω σε κάποιον, τυχαίνω σε κάποιον («οὕς ἐκλήρωσεν πάλος», Ευρ.)
2. απονέμω, δίνωὔμμε δ' ἐκλάρωσε πότμος Ζηνί», Πίνδ.)
3. χρησμοδοτώ με κλήρο («ὅς ὀμφὰν κληροῑς πρὸς χρυσέους θάκους», Ευρ.)
4. κάνω κάποιον κληρικό, χειροτονώ
5. μέσ. κληροῡμαι, -όομαι
α) παίρνω κάτι με κλήρο («κληροῡσθαι ἱερωσύνην», Αισχίν.)
β) μτφ. είμαι κάτοχος ενός πράγματος, έχω, κατέχω κάτι ως κλήρο μου, ως μερίδιό μου, ή απλώς έχω, κατέχω
6. παθ. παρίσταμαι ως υποψήφιος ενός αξιώματος για κλήρωση («ἔλθη κληρωσόμενος τῶν ἐννέα ἀρχόντων καὶ λάχῃ βασιλεύς», Λυσ.).