ἀλλᾶς

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλᾶς Medium diacritics: ἀλλᾶς Low diacritics: αλλάς Capitals: ΑΛΛΑΣ
Transliteration A: allâs Transliteration B: allas Transliteration C: allas Beta Code: a)lla=s

English (LSJ)

ᾶντος, ὁ,

   A force-meat, sausage or black-pudding, Hippon.48, Ar.Eq.161, Crates Com.17, etc.

German (Pape)

[Seite 102] ᾶντος, ὁ (aus ἀλλάεις zsgzgn, an allium, Knoblauch, erinnernd, also eigtl. Knoblauchs-) Wurst, Ar. Equ. 160 u. ff.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλᾶς: ᾶντος, ὁ, κεκομμένον κρέας ἐντὸς ἐντέρου, λουκάνικον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161· Κράτης ἐν «Θηρίοις» 3, «τὸ δὲ ἀλλᾶς παρὰ τὴν ἀόλλησιν τῶν κρεῶν, ἢ παρὰ τὴν ἄλλησιν, τουτέστι συγκοπήν», Ἐτυμ. Μ.

French (Bailly abrégé)

ᾶντος (ὁ) :
saucisson, saucisse.
Étymologie: DELG orig. obsc., comme beaucoup de termes culinaires.

Spanish (DGE)

-ᾶντος, ὁ
morcilla ὥσπερ ἀλλᾶντα ψύχων como quien pone una morcilla a secar (comparación obs.), Hippon.80.17, cf. Ar.Eq.432, Epich.85.416Au.
hecha de sangre, carne y especias αἱματοπώτης ἔσθ' ὅ τ' ἀλλᾶς χὡ δράκων Ar.Eq.208, cf. 207, ἐξ ἀγορᾶς ... οἰσόμεθ' (cj.) ... ἀλλᾶντας Crates Com.17, πωλεῖν ἀ. Ar.Eq.161, 201, πνεύμων, ἀλλᾶς τε bofe y morcilla Eub.63.7, ἀλλᾶντας ὠνούμενος Philostr.VS 541, ἀλλᾶντα ἐνέσαττεν Alciphr.3.4.4
frec. en rodajas ἀλλάντων τόμοι Pherecr.108.8, ἀλλᾶντα τέμνων Axionic.8.4, δύο τεμάχη τοῦ ἀλλᾶντος Luc.Gall.14
adulteradas a base de mulo muerto, Procop.Goth.2.3.11.

• Etimología: Tal vez de un ἀλλᾱ- rel. c. o. allo-, lat. alium ‘ajo’.

Greek Monolingual

ἀλλᾶς (-ᾶντος), ο (Α)
1. λουκάνικο, αιματιά, σουτζούκι
2. πληθ. οι αλλάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλλᾶς είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, πράγμα που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν σχέση με τη μαγειρική. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἀλλᾶ-Fεντ-ς, απ’ όπου με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F, συναίρεση (α + ε) και αποβολή του συμπλέγματος -ντ- προ του -ς-, προήλθε ο τ. ἀλλᾶς. Είναι πιθανό να πρόκειται για δυτικής προελεύσεως (ιταλική ή σικελική), που είναι συγγενής με τη γλώσσα του Ησυχίου ἄλλην «λάχανον Ἰταλοί», καθώς και με το λατ. alium «σκόρδο».
ΣΥΝΘ. ἀλλαντοειδής, ἀλλαντοποιός, ἀλλαντοπώλης].