αναγιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source

Greek Monolingual

και αναγινώσκω (Α ἀναγιγνώσκω και ἀναγινώσκω)
διαβάζω
αρχ.-μσν.
φοιτώ, σπουδάζω, είμαι μαθητής
αρχ.
1. γνωρίζω καλά, με βεβαιότητα
2. αναγνωρίζω
3. παραδέχομαι, ομολογώ ότι κάτι είναι δικό μου
4. πείθω κάποιον να κάνει κάτι
5. (η παθ. μτχ. πρκ. στη φρ.) «τα βιβλία τα ανεγνωσμένα», αυτά που έχουν διαβαστεί, δηλ. τα δημοσιευμένα (αντίθ. του ανέκδοτα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γιγνώσκω.
ΠΑΡ. ανάγνωση (-ις), ανάγνωσμα, αναγνώστης νεοελλ. αναγνώσιμος].