ἀνακολπάζω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
(κόλπος)
A tuck up one's gown, gird oneself up, Ar.Th. 1174; but cf. ἀνακαλπάζω.
German (Pape)
[Seite 193] Ar. Th. 1174, zu einem Busen aufschürzen, sich aufschürzen, ἀνακολπίζω ist f. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακολπάζω: (κόλπος), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174.
Greek Monolingual
ἀνακολπάζω (Α)
ανασηκώνω το κάτω μέρος του ενδύματος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολπάζω < κόλπος.