απολαμβάνω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

κ. -λαβαίνω (AM απολαμβάνω)
1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι
2. παίρνω ό,τι μου ανήκει
3. αμείβομαι
νεοελλ.
1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής
2. γλεντώ, τέρπομαι
αρχ.
1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον
2. παίρνω μακριά, απομακρύνω
3. παίρνω παράμερα κάποιον
4. αφαιρώ, παίρνω μέρος ενός συνόλου
5. παίρνω πίσω, ανακτώ
6. αποκλείω, εμποδίζω, σταματώ
7. ακούω, μαθαίνω.