αργής

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source

Greek Monolingual

ἀργής (-ῆτος), ο, η (Α)
1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός
2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ- του αργός (Ι) + επίθημα -ēt -, με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό απαντά σε ορισμένα επίθετα και ουσιαστικά που χρησιμοποιούνται στην ποίηση ή είναι λέξεις της τεχνικής ορολογίας. Οι τ. της δοτ. ἀργέτι (αντί -ῆτι) και της αιτ. ἀργέτα (αντί -ῆτα), που απαντούν στον Όμηρο, οφείλονται σε μετρικούς λόγους].