ἀτιμώρητος
English (LSJ)
ον,
A unavenged, i.e., I unpunished, ἀ. γίγνεσθαι to escape punishment, Hdt.2.100, Th.6.6, etc.; ἀ. ἁμαρτημάτων unpunished for... Pl.Lg. 959c. Adv. ἀτῑμώρ-τως with impunity, ib.762d. II for whom no revenge has been taken, Antipho 3.3.7; ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin. 1.145. III undefended, unprotected, Th.3.57.
German (Pape)
[Seite 387] ungerächt, 1) an dem man keine Rache genommen hat, ungestraft, γίγνεσθαι, der Strafe entgehen, Her. 2, 100; Thuc. 6, 6; κακῶν ἁμαρτημάτων, für, Plat. Legg. XII, 959 e; ἀφιέναι τινὰ ἀτ. Dinarch. 1, 29. – 2) dem man keine Genugthuung verschafft hat, ohne Hülfe, Thuc. 3, 57; θάνατον ἀτιμώρητον ἐᾶσαι Aesoh. 1, 145.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῑμώρητος: -ον, Ι. ὁ μὴ τιμωρούμενος, ὅκως ἀτιμώρητος γίγνηται, ὅπως διαφύγῃ τὴν τιμωρίαν, Ἡρόδ. 2. 100, Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἀτ. ἀμαρτημάτων, μὴ τιμωρηθεὶς διὰ..., Πλάτ. Νόμ. 959C: - Ἐπίρρ. -τως = ἀτιμωρητεί, ἄνευ τιμωρίας, αὐτόθι 762D. ΙΙ. ὁ ἄνευ ἀντεκδικήσεως, ὁ διαφθαρείς ἀδικοῖτ᾽ ἄν ἀτιμώρητος γενόμενος Ἀντιφῶν 123. 18· ἐάσας ἀτιμώρητον τὸν τοῦ Πατρόκλου θάνατον Αἰσχίν. 20. 22. ΙΙΙ. ἀβοήθητος, ἀνυπεράσπιστος, Θουκ. 3. 57. - Πρβλ. Ruhnk Τίμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. (τιμωρέω);
1 non vengé;
2 non secouru, non défendu;
II. (τιμωρέομαι) impuni.
Étymologie: ἀ, τιμωρέω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1impune, no castigado ὅκως ἀ. γένηται Hdt.2.100, cf. Th.6.6, Pl.Lg.730a, Isoc.11.39, D.19.86, Aeschin.3.121, Aen.Tact.16.9, LXX Pr.11.21, Ph.2.129, Polyaen.8.23.21, Luc.VH 2.44, D.C.45.33.2, Hld.1.14.1
•c. gen. κακῶν ἁμαρτημάτων por sus malas acciones Pl.Lg.959c.
2 no vengado de la pers. en un homicidio involuntario, Antipho 3.3.7, ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin.1.145, ref. a Patroclo ἵνα ὁ φίλος μὴ ἀ. γένοιτο Them.Or.22.266b.
II indefenso ἐρῆμοι καὶ ἀτιμώρητοι Th.3.57.
III adv. -ως impunemente κολάζειν Pl.Lg.762d.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτιμώρητος, -ον)
1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάποιο παράπτωμα
2. ο χωρίς εκδίκηση
νεοελλ.
αυτός που δεν υπόκειται σε τιμωρία, ο μη κολάσιμος
μσν.
ανώδυνος
αρχ.
αβοήθητος, ανυπεράσπιστος.