διαλυτικός

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλῠτικός Medium diacritics: διαλυτικός Low diacritics: διαλυτικός Capitals: ΔΙΑΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dialytikós Transliteration B: dialytikos Transliteration C: dialytikos Beta Code: dialutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to sever, τινός (sc. τέχνη) Pl.Plt.281a; destructive, Id.Ti.60b; opp. γεννητικός, Phld.D.3.9. Adv. -κῶς Arist.Top.153b32.    II Medic., relaxing, νότοι Hp.Aph.3.5.    III embodying a settlement or compromise, ὁμολογία PMasp.154.1 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 588] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b.

Greek (Liddell-Scott)

διαλῠτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à dissoudre, gén..
Étymologie: διαλύω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1disolvente, que descompone τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne Pl.Ti.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan Hp.Aph.3.5
medic. resolutivo δύναμις ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, δύναμις ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.Inc.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente, PMerton 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)
fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.Top.153b33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción op. τὰ γεννητικά Phld.D.3.9.38, cf. S.E.M.9.10, Alex.Aphr.in Top.333.23, (φῶς) οὐσία δ. σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης δ. τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.in de An.101.6
subst. (ἡ) δ. descomposición, disociación, acción de deshacer τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas Pl.Plt.281a.
2 como método fil. que descompone en partes ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico Ammon.in Porph.37.1.
II en rel. con la mediación
1 conciliador de pers. Phld.Mus.4.18.32.
2 jur. de conciliación en procesos de divorcio, testamentos, etc. ἔγγραφος δ. ὁμολογία PMasp.154re.12, cf. 167.32, PHerm.Rees 31.4, PMich.Gagos 83 (todos VI d.C.), ἀμεριμνία SB 8988.4 (VII d.C.).
III adv. -ῶς destructivamente como sinón. de φθαρτικῶς Arist.Top.153b32.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαλυτικός, -ή, -όν)
1. ο ειδικευμένος στη διάλυση
2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά
οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή προφορά τους από το προηγούμενο φωνήεν (π.χ. πραΰνω, καΐκι, haif, contigue)
αρχ.
1. ιατρ. χαλαρωτικός
2. καταστρεπτικός
3. η τάση ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του μέσα σε ένα υγρό.