εκτρέχω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

(AM ἐκτρέχω)
τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο
μσν.
1. διατρέχω
2. αναζητώ, επιδιώκω
3. ορμώ, εξορμώ
4. περιέρχομαι
αρχ.
1. φεύγω τρέχοντας
2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι
3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω
4. (για θυμό) εκνευρίζομαι υπερβολικά, ξεπερνώ τα όρια, γίνομαι έξω φρενών
5. (με γεν.) υπερβαίνω, ξεπερνώ
6. απομακρύνομαι
7. (με γεν.) ξεφεύγω τη λαβή κάποιου
8. (για χρόνο) περνώ, εκπνέω
9. προσφεύγω
10. αποβαίνω
11. συνεχίζω
12. κατακλύζω, κάνω επιδρομή
13. προέρχομαι.