ἐπιρράπτω

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

aor. 2

   A ἐπέρρᾰφον Nonn.D.9.3, al.:—sew or stitch on, τι ἐπὶ ἱμάτιον Ev.Marc.2.21: metaph., δόλον δόλῳ Nonn.D.42.315.    2. sew up, in Pass., Gal. 18(2).579.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρράπτω: ῥάπτω τι ἐπάνω εἴς τι, τι ἐπί τινι, οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 21: ― ἀόριστός τις β΄ ἐπέρραφεν ἐν Νόνν. Δ. 9. 3, εἶναι πιθ. ἐφθαρμένος.

French (Bailly abrégé)

coudre à ou sur.
Étymologie: ἐπί, ῥάπτω.

English (Thayer)

(T Tr WH ἐπιράπτω, see Rho); (ῤάπτω to sew); to sew upon, sew to: ἐπί τίνι (R G; others τινα), Mark 2:21.

Greek Monolingual

ἐπιρράπτω)
ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ)
αρχ.
1. ράβω μέσα σε κάτιΖεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.)
2. συρράπτω, συνδέω.