επισείω
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Greek Monolingual
(AM ἐπισείω) σείω
σείω, κουνώ κάτι εναντίον κάποιου, κυρίως για εκφοβισμό («Ζεύς... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», Ομ. Ιλ.)
μσν.
μέσ. ἐπισείομαι
1. κουνώ κάτι
2. απομακρύνω, διώχνω
αρχ.
1. απόλ. (για άγαλμα) παρουσιάζομαι, φαίνομαι απειλητικός
2. προκαλώ κάτι, βάζω κάτι μέσα σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)
3. παρακινώ, προτρέπω, ερεθίζω
4. (αμτβ.) προσβάλλω, επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῑς τείχεσι ἐπισείωσι», Διόδ. Σικ.)
5. κουνώ κάτι ελαφρά πάνω σε άλλο, χαϊδεύω
6. φρ. «ἐπισείω τήν χεῑρα» — κουνώ το χέρι για να δείξω συναίνεση.