εὐρωπός
From LSJ
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
ή, όν,
A = εὐρύς, E.IT626, Opp.H.3.20, 4.526.
German (Pape)
[Seite 1096] = εὐρύς, Ggstz von στενωπός, χάσμα Eur. I. T. 626; ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι Opp. Hal. 4, 526; Hesych. erkl. auch dies Wort durch σκοτεινός, s. das Vor.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρωπός: -ή, -όν, = εὐρύς, Εὐρ. Ι. Τ. 626, Ὀππ. Ἁλ. 3. 20., 4. 526· πρβλ. στενωπός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
large, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, ὤψ.
Greek Monolingual
εὐρωπός, -ή, -όν (ΑΜ)
ευρύς («ἐν εὐρωποῑσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -ωπος < -ωψ, -ωπος εκτεταμ. βαθμ. ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα)].