ημερολόγιο
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
το (AM ἡμερολόγιον)
πίνακας ή βιβλίο στο οποίο αναγράφονται κατά σειρά οι ημέρες κάθε μήνα, καθώς επίσης και οι γιορτές, φάσεις της σελήνης κ.λπ. («ἡ δὲ τοῡ ἡμερολογίου διάθεσις καὶ διόρθωσις τῆς περὶ χρόνον ἀνωμαλίας», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. μορφή αυτοβιογραφικού κειμένου όπου το άτομο καταγράφει τις προσωπικές παρατηρήσεις του πάνω στα τρέχοντα γεγονότα από μέρα σε μέρα
2. σημειωματάριο στο οποίο μετά την αναγραφή της ημερομηνίας αφήνεται λευκός χώρος για να σημειωθούν σε αυτόν για υπόμνηση ημέρες και ώρες καθορισμένων συναντήσεων ή διαφόρων άλλων ενεργειών που έχουν καθοριστεί να γίνουν συγκεκριμένη μέρα και ώρα
3. κατάλογος τών αγίων και μαρτύρων με τις ημέρες κατά τις οποίες γιορτάζεται η μνήμη τους
4. αστρον. σύστημα διαίρεσης του χρόνου σε έτη, μήνες και ημέρες βασισμένο σε περιοδικά αστρονομικά φαινόμενα, όπως είναι η περιφορά της γής γύρω από τον ήλιο και της σελήνης γύρω από τη γη καθώς και η περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της, κατά τρόπο που να διευκολύνει την οργάνωση της δημόσιας ζωής, τών θρησκευτικών τύπων και εκδηλώσεων και να εξυπηρετεί ιστορικούς και επιστημονικούς σκοπούς (α. «γρηγοριανό ημερολόγιο» β. «εβραϊκό ημερολόγιο» γ. «μουσουλμανικό ημερολόγιο»)
δ. «παλαιό ημερολόγιο» — το ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο καθιερώθηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα το 46 π.Χ. και ίσχυσε, σε πολλές περιπτώσεις, μέχρι τους νεώτερους χρόνους
ε. «νέο ημερολόγιο» — το γρηγοριανό ημερολόγιο, που εγκαινιάστηκε το 1582 μ.Χ. από τον πάπα Γρηγόριο Η΄ αλλά γενικεύθηκε μόλις κατά τον 20ό αιώνα. Στην Ελλάδα το νέο ημερολόγιο εισάχθηκε το 1923
5. φρ. στρ. α) «ημερολόγιο μονάδας» — βιβλίο που τηρείται από συντάγματα ή άλλες στρατιωτικές μονάδες και στο οποίο σημειώνονται με χρονολογική σειρά οι δραστηριότητες και τα γεγονότα της μονάδας
β) «ημερολόγιο πληροφοριών» — βασικό βοήθημα εν καιρώ πολέμου τών γραφείων πληροφοριών τών μονάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -λόγ-ιο (< λόγος), πρβλ. λεξι-λόγ-ιο, δειγματο-λόγ-ιο].