Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
κερί
1. επαλείφω με κερί, κηρώνω
2. πήζω, στεγνώνω όπως το κερί
3. μτφ. κιτρινίζω, γίνομαι χλομός, ωχρός, υποκίτρινος σαν κερί από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα, αποσβολώνομαι («μόλις μέ είδε μπροστά του, κέρωσε»)
3. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε κερί ή κηροειδές υγρό για να το κάνω αδιάβροχο.