κράς

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράς Medium diacritics: κράς Low diacritics: κρας Capitals: ΚΡΑΣ
Transliteration A: krás Transliteration B: kras Transliteration C: kras Beta Code: kra/s

English (LSJ)

poet. form of κάρα, nom. only Simm.4; gen.

   A κρᾱτός Il.5.7, al., Trag. (v. infr.); dat. κρᾱτί Od.9.490, S.OC313, Ar.Ra.329, κράτεσφι Il.10.156; acc. κρᾶτα Od.8.92, Trag. (v. infr.): pl., gen. κράτων Od. 22.309; dat. κρᾱσίν Il.10.152; acc. κρᾶτας E.Ph.1149, HF526: gender rarely determinate, κρατός fem. E.El.140 (lyr.), cf. Sch.E.Hec. 432, Ph.1159; κρᾶτα, τό, is nom. in S.Ph.1457 (anap.), acc. ib.1001, OT263, cf. Tr.1016 (lyr.); but acc. κρᾶτα, τόν, Ion Trag.61: pl. κρᾶτα, τά, Pi.Fr.8, perh. S.OC473:—Hom. also has gen. and dat. κράατος, κράατι, pl. nom. κράατα [all -uu], but no nom. κρᾶας is found:— head, ἐκ κράατος ἀθανάτοιο Il.14.177; σῷ δ' αὐτοῦ κράατι τείσεις Od. 22.218, etc.; ὑπὸ κράτεσφι under his head, Il.10.156: metaph., top, peak, κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο Il.20.5; ἐπὶ κρατὸς λιμένος at the head or far end of the bay, Od.9.140, 13.102.    II Adv. κρῆθεν, used by Hom. in the phrase κατὰ κρῆθεν down from the head, from the top, δένδρεα . . κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν from their tops, Od.11.588, cf. h.Cer. 182, Hes. Th.574: hence, from head to foot, entirely, Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος Il.16.548 (perh. for κατ' ἄκρηθεν = κατ' ἄκρης, v. ἄκρα); also ἀπὸ κρῆθεν Hes.Sc.7.

Greek (Liddell-Scott)

κράς: τοῦ ποιητ. τούτου τύπου τοῦ κάρα ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ., Α. Β. 1182, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 385· ― γεν. κρᾱτὸς Ὅμηρ., Τραγ., δοτ. κρᾱτὶ Ὀδ. Ι. 490, Τραγ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 329· αἰτιατ. κρᾶτα Ὀδ. Θ. 92, Τραγ.· πληθ., γεν. κράτων Ὀδ. Χ. 309· δοτ. κρᾱσίν, κράτεσφι Ἰλ. Κ, 152, 156· αἰτιατ. κρᾶτας Εὐρ. Φοίν. 1149, Ἡρ. Μαιν. 526· ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις τὸ γένος μένει ἀόριστον, ἀλλ’ ἐν τῇ γεν. κρατὸς εἶναι θηλ. ἐν Εὐρ. Ἠλ. 140, ὡς ὁρίζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἑκ. 432, Φοιν. 1159· ὁ Σοφ. ἔχει κρᾶτα, τό, ὡς ὀνομ. (Φιλ. 1457) καὶ αἰτιατ. (αὐτόθι 1001, Ο. Τ. 263, πρβλ. Τρ. 1015), καὶ Ἴων παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Φοιν. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸν κρᾶτα· ὡσαύτως πληθ. κρᾶτα, τά, Πινδ. Ἀποσπ. 3, καὶ ἴσως Σοφ. Ο. Κ. 473. Παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως ἔχομεν ἐκτεταμένην γεν. καὶ δοτ. κράατος, κράατι, πληθ. ὀνομ. κράατα ἅπαντα, -υυ, ἀλλ’ οὐδαμοῦ εὕρηται ὀνομαστικὴ κρᾶας. Ἡ κεφαλή, ἐκ κράατος ἀθανάτοιο Ἰλ. Ξ. 177· σῷ δ’ αὐτοῦ κράατι τίσεις Ὀδ. Χ. 218, κτλ.· ― μεταφορ., κορυφή, κρατὸς ἀπ’ Οὐλύμποιο Ἰλ. Υ 5· ἐπὶ κρατὸς λιμένος, κατὰ τὴν κορυφὴν ἢ τὸ ἔσχατον ἄκρον τοῦ λιμένος, Ὀδ. Ι. 140, Ν. 102· πληθ. ἀντὶ ἑνικ., ὑπὸ κράτεσφι, ὑπὸ τὴν κεφαλήν του, Ἰλ. Κ. 156. ΙΙ. ὡσαύτως ἀρχαία τις γενικ. κρῆθεν εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει κατὰ κρῆθεν (ὅπερ ἐν ἀρχαίαις ἐκδόσεσι φέρεται κατακρῆθεν), ἐκ τῆς κεφαλῆς, ἐκ τῆς κορυφῆς κάτω, δένδρεα. κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν, ἐκ τῶν κορυφῶν αὐτῶν, Ὀδ. Λ. 588, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 182, Ἡσ. Θ. 574· ἐντεῦθεν ὡς τὸ penitus, ἀπὸ κορυφῆς μέχρι ποδῶν, ἐντελῶς, Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος Ἰλ. Π. 548 (ὅπερ χωρίον ἐκίνησε πολλοὺς νὰ πιστεύσωσιν ὅτι τὸ κατακρῆθεν ἦτο κυρίως κατ’ ἄκρηθεν = κατ’ ἄκρης, ἴδε ἐν λέξ. ἄκρα)· πλὴν τούτου ὑπάρχει παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 7, ἀπὸ κρῆθεν.

French (Bailly abrégé)

κρατός (ὁ) :
dat. κρατί, acc. κρᾶτα ; pl. gén. κράτων, dat. κρασίν ou κράτεσφι, acc. κρᾶτας;
I. tête au pl. p. le sg. : ὑπὸ κράτεσφι IL sous sa tête;
II. p. anal.
1 sommet de montagne;
2 bord, extrémité.
Étymologie: cf. κάρ¹, κάρα¹.

English (Slater)

κράς (cf. κάρα.)
   1 head κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρᾶτί κατέχευας (P. 1.8) εὐπαρᾴου κρᾶτα συλάσαις Μεδοίσας υἱὸς Δανάας (P. 12.16) τρία κρᾶτα fr. 8.

Greek Monolingual

(I)
κράς, ὁ και ἡ, γεν. κρατός και κράατος (Α)
(ποιητ. τ. του κάρα)
1. κεφαλή («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», Ευρ.)
2. μτφ. κορυφή («κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο» — από την κορυφή του Ολύμπου, Ομ. Ιλ.)
3. το εσώτερο σημείο, ο μυχός («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. λ. κάρα (Ι)].———————— (II)
κρᾱς, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κρέας.