κύμανση
Greek Monolingual
η (Α κύμανσις, -εως) κυμαίνω
η κίνηση τών κυμάτων, κυματισμός, παλμική δόνηση, ταλάντευση, κυματοειδής κίνηση
νεοελλ.
μτφ.
1. αυξομείωση, διακύμανση ή αστάθεια
2. αμφιταλάντευση, δισταγμός, διστακτικότητα
3. φυσ. η μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους που χαρακτηρίζεται από περιοδικότητα
4. (οικον.) ποσοτική έννοια που σημαίνει ότι το αριθμητικό μέγεθος ενός φαινομένου περνά άπειρες φορές στη διαδρομή του χρόνου από δεδομένη αξία
5. φρ. (οικον.) α) «κυμάνσεις εποχικές» — εξάρσεις και υφέσεις της οικονομικής δραστηριότητας σε κλάδους επιχειρήσεων ή σε ξεχωριστές επιχειρήσεις, που οφείλονται σε εποχικά αίτια, όπως είναι π.χ. η έξαρση τών πωλήσεων μάλλινων υφασμάτων κατά την έναρξη της χειμερινής περιόδου
β) «κυμάνσεις κόστους» — οι διακυμάνσεις του κόστους σε συνάρτηση με τον βαθμό απασχόλησης ή δραστηριότητας της επιχείρησης.