μαλλιαρός

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μαλλιαρός, -ή, -όν)
αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, δασύτριχοςμαλλιαρός σκύλος»)
νεοελλ.
ως ουσ.
1. παλαιότερη σκωπτική ονομασία για τους οπαδούς της ακραίας δημοτικής γλώσσας
2. το θηλ. ως ουσ. η μαλλιαρή
α) η ακραία δημοτική γλώσσα
β) μικρή πέτρα ή βότσαλο στα ρηχά νερά πετρώδους ακτής, με την επιφάνεια σκεπασμένη από φύκια ή άλλα είδη της θαλάσσιας χλωρίδας, που κατά παλαιό έθιμο έφερναν στο σπίτι την Πρωτομαγιά για γούρι
μσν.
(για τόπο) μτφ. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση, κατάφυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί + κατάλ. -αρός (πρβλ. ανι-αρός). Η λ. αποδόθηκε ως προσωνυμία στους οπαδούς της ακραίας δημοτικής γλώσσας από το γεγονός ότι οι πρώτοι δημοτικιστές ποιητές είχαν μακριά μαλλιά].