νεόπλουτος

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόπλουτος Medium diacritics: νεόπλουτος Low diacritics: νεόπλουτος Capitals: ΝΕΟΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: neóploutos Transliteration B: neoploutos Transliteration C: neoploutos Beta Code: neo/ploutos

English (LSJ)

ον,

   A newly become rich, opp. ἀρχαιόπλουτος (q.v.): hence, vainglorious, upstart, D.17.23, cf. Arg.D.17, Arist.Rh.1387a23; οἰκέτης ν. Luc.Hist.Conscr.20; ἀπελεύθερος ν. Plu.2.634c; ν. δεῖπνα Id.Luc.40: hence, by a comic metaph., ν. τρύξ, of a low upstart, Ar.V.1309.

German (Pape)

[Seite 243] neuerdings, eben erst reich geworden, dah. mit Reichthum prunkend, wie es die plötzlich reich Gewordenen thun; Dem. 17, 23; Arist. rhet. 2, 9; δεῖπνα, Plut. Luc. 40; Luc. Tim. 7 Tox. 12. – Mit komischer Uebertragung, τρύξ, Ar. Vesp. 1309.

Greek (Liddell-Scott)

νεόπλουτος: -ον, ὡς τὸ ἀρτίπλουτος, ὁ νεωστὶ πλουτήσας ἀντίθ. τῷ ἀρχαιόπλουτος (ὃ ἴδε), καὶ οὕτω κενόδοξος καὶ ἀλαζονικὸς (πρβλ. τὸ Γαλλ. nouveau riche), Δημ. 218, 18, Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 9· οἰκέτην ν. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 20· ἀπελεύθερος ν. Πλούτ. 2, 634C· ν. δεῖπνα ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 40· - ἐντεῦθεν κατὰ κωμικὴν μεταφοράν, ν. τρύξ, ἐπὶ χυδαίου ἀνθρώπου πλουτήσαντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1309.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
récemment enrichi ; parvenu, orgueilleux comme un parvenu.
Étymologie: νέος, πλοῦτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεόπλουτος, -ον)
αυτός που πλούτισε πρόσφατα και αρέσκεται να επιδεικνύει τα πλούτη του, χωρίς να διαθέτει κανένα άλλο προσόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + πλοῦτος.