ποιότητα
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
η / ποιότης, -ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν ποιός
η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός», Γεωπ.)
2. (φιλοσ.) α) (με γενική σημ.) κάθε ιδιότητα είτε αυτή ανήκει στην ουσία ενός πράγματος είτε αποδίδεται επιπρόσθετα σ' αυτήν
β) (ως ειδική κατηγορία) εσωτερικός απόλυτος προσδιορισμός της ουσίας, προσδιορισμός της ουσίας σε σχέση με αυτήν την ίδια και όχι σε σχέση με κάτι άλλο
νεοελλ.
1. εμπόρευμα που διακρίνεται από ένα ομοειδές του χάρη στις ιδιότητές του (α. «πρώτη ποιότητα» β. «δεύτερη ποιότητα»)
2. (βυζ. μουσ.) τρόπος εκτέλεσης που ομορφαίνει το μέλος
3. φρ. α) «απόκρυφες ποιότητες»
(στη σχολαστική φιλοσ.) αυθύπαρκτες ιδιότητες που επιτρέπουν την εξήγηση ορισμένων φυσικών φαινομένων, όπως λ.χ. του μαγνητισμού
β) «αντικειμενικές ποιότητες»
(κατά τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) οι ιδιότητες που έχουν εξ αντικειμένου τα πράγματα, όπως είναι λ.χ. το σχήμα, το μέγεθος, η κίνηση
γ) «υποκειμενικές ποιότητες»
(κατά τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) ποιότητες που συνδέονται με την αισθητηριακή ικανότητα του ανθρώπου, όπως είναι λ.χ. το χρώμα, ο ήχος, η γεύση
δ) «πρώτες [ή πρώτιστες ή αρχικές] ποιότητες» — όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τη σχολαστική φιλοσοφία και αργότερα από τον Λοκ και άλλους φιλοσόφους προς διάκριση τών θεωρούμενων ως βασικών ποιοτήτων, αδιαχώριστων από την ιδέα της ύλης και ενυπαρχουσών στα σώματα, από τις λεγόμενες δεύτερες ή δευτερεύουσες ποιότητες, οι οποίες απορρέουν από τις πρώτες και δεν ενυπάρχουν στα σώματα
αρχ.
1. το μέγεθος
2. ο όγκος.