πελαγώνω
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
πελαγῶ, -όω, ΝΜΑ πέλαγος
νεοελλ.
1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ
2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα
3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω
4. μτφ. (για εμπορικές επιχειρήσεις) οδηγούμαι σε αποτυχία από κακή διαχείριση ή από υπερβολικές δαπάνες
5. μεταβάλλομαι σε πέλαγος, σε θάλασσα, πλημμυρίζω («οι ρεματιές πελάγωσαν απ' το πολύ το αίμα», Κρυστάλλ.)
μσν.-αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε πέλαγος, κατακλύζω («τὸ ὕδωρ το
σαύτην γῆν πελαγῶσαι», Αχιλλ. Τάτ.)
2. παθ. κατακλύζομαι από τα νερά και πνίγομαι («θῆρες ἐφέροντο νεκροὶ πελαγωθέντες», Μανασσ.).