ποδεών

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδεών Medium diacritics: ποδεών Low diacritics: ποδεών Capitals: ΠΟΔΕΩΝ
Transliteration A: podeṓn Transliteration B: podeōn Transliteration C: podeon Beta Code: podew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (πούς) in pl.,

   A ragged ends in the skins of animals, where the feet and tail have been, ἄκρων δέρμα λέοντος ἀφηυμένον ἐκ ποδεώνων a lion's skin hung round one's neck by the paws, Theoc.22.52.    II sg., neck or mouth of a wineskin, which was formed by one of these ends, the others being sewn up, Hdt.2.121.δ; neck of a skin bag, Hp.Aff. 21, prob. in Art.77(pl.); ἀσκοῦ τὸν προὔχοντα ποδάονα (Dor. form), of the membrum virile, Orac. ap. Apollod.3.15.6.    2 neck of the bladder, Poll.2.196, Phot.    3 generally, of any narrow end, π. στεινός a narrow strip of land, Hdt.8.31.    4 lower end or corner of a sail, sheet, which in old times was a strip of hide (cf. πούς 11.2), Chrest.Oxy.1241 v 1 (ii A.D.), Luc.VH2.45.    5 in pl., of a kind of shoe, Lyd.Mag.1.12 (πεδ- codd.); so perh. AP6.95 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

ποδεών: -ῶνος, ὁ, (ποὺς) ἐν τῷ πλ., τὰ ἄκρα (ποδάρια) τοῦ δέρματος ζῴων, δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἄκρων ἐκ ποδεώνων Θεόκρ. 22. 52. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ λαιμὸς ἢ τὸ στόμιον ἀσκοῦ, Ἡρόδ. 2. 121, 4, Ἀνθ. Π. 6. 95· ― Κατὰ Φώτ. «ποδεών»: κυρίως τοῦ ἀσκοῦ τὰ προὔχοντα· ἤτοι τῶν ποδῶν τὰ δέρματα» Πολυδ. Β΄, 196· μεταφορ. τὸ ἀνδρικὸν μόριον «παρ’ ὅσον ὡς ὁ ποδεὼν τοῦ ἀσκοῦ προέχει» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 679 (662 Elmsl.). 2) καθόλου ἐπὶ παντὸς στενοῦ ἄκρου, ποδεὼν στεινός, στενὸς λαιμὸς γῆς, Ἡρόδ. 8. 31. 3) τὸ κατώτατον ἄκρον ἢ ἡ κάτω γωνία τοῦ ἱστίου, ὅπερ ἦτο κατὰ τοὺς παλαιοτάτους χρόνους ἐκ δέρματος ζῴου (πρβλ. ποὺς ΙΙ. 2), Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστορ. 2. 45.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
1 cou d’une outre;
2 corde d’une voile;
3 langue de terre.
Étymologie: πούς.

Greek Monolingual

-ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Α
καθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῑς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.)
αρχ.
1. το άκρο της δοράς, του δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῑτο ἄκρων δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἐκ ποδεώνων», Θεόκρ.)
2. ο λαιμός, το στόμιο ασκού
3. το ανδρικό μόριο, το πέος
4. το στόμιο της κύστης
5. οποιοδήποτε άκρο («τῆς γὰρ Δωρίδος χώρης ποδεὼν στεινὸς ταύτῃ κατατείνει», Ηρόδ.)
6. είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -εών (πρβλ. ξεν-εών, οιν-εών)].