πυγμαῖος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυγμαῖος Medium diacritics: πυγμαῖος Low diacritics: πυγμαίος Capitals: ΠΥΓΜΑΙΟΣ
Transliteration A: pygmaîos Transliteration B: pygmaios Transliteration C: pygmaios Beta Code: pugmai=os

English (LSJ)

α, ον, (

   A πυγμή 11) a πυγμή long or tall, ἀκρόθινα π. κολοσσῷ ἐφαρμόζων Philostr.VS1.19.2.    2 of men, dwarfish, Hdt.3.37, Arist. Pr.892a12, Phld.Sign.2.    II pr. n. Πυγμαῖοι, οἱ, the Pygmies, a fabulous race of dwarfs on the upper Nile, said to have been warred on and destroyed by cranes, Il.3.6, Arist.HA597a6, cf. Hdt.l.c.

German (Pape)

[Seite 813] eine Faust lang, s. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

πυγμαῖος: -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων μῆκοςμέγεθος πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, νᾶνος, Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
haut d’une coudée ; nain ; οἱ Πυγμαῖοι les Pygmées, peuple myth. de nains sur les bords du Nil.
Étymologie: πυγμή.

Greek Monolingual

-α, -ο / πυγμαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος
2. κοντόσωμος, μικρόσωμος
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι
κάθε ανθρώπινη ομάδα της οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος μικρότερο από 150 εκατοστόμετρα
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πυγμαῑοι
α) φυλή νάνων που κατοικούσε στην περιοχή του Άνω Νείλου της Αιθιοπίας («ὅθεν ὁ Νεῑλος ῥεῑ
ἔστι δὲ ὁ τόπος οὗτος περὶ ὅν οἱ Πυγμαῑοι κατοικοῡσιν», Αριστοτ.)
β) μυθικός λαός που κατοικούσε στη νήσο Θούλη
2. φρ. «τὰ Πυγμαίων» — η χώρα τών Πυγμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγμή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος). Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pygmy, γαλλ. pygmee].