σημειωτός Search Google

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειωτός Medium diacritics: σημειωτός Low diacritics: σημειωτός Capitals: ΣΗΜΕΙΩΤΟΣ
Transliteration A: sēmeiōtós Transliteration B: sēmeiōtos Transliteration C: simeiotos Beta Code: shmeiwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A signified, inferred from a sign, S.E.P.2.101,M.8.166.

German (Pape)

[Seite 875] bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, v. l. σημειώδης.

Greek (Liddell-Scott)

σημειωτός: -ή, -όν, ἄξιος σημειώσεως, σημειωθείς, ἐπίσημος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 101.

Greek Monolingual

-ή, -ό(ν) / σημειωτός, -ή, -όν, ΝΑ [[σημειῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» — ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση
2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»
μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ πάρα πολύ αργά
αρχ.
1. αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με σημείο
2. αυτός που έχει επάνω του σχεδιάσματα.