σμήνη
From LSJ
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
ἡ,
A f.l. for μήνη in Hdn.Gr.2.923 codd. II pl.,= τῶν μελισσῶν οἱ κηροδόχοι ἤτοι αἱ θῆκαι, Hsch.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. εσφ. ανάγν. αντί μήνη
2. σμήνος μελισσών
3. (κατά τον Ησύχ. στον πληθ.) αἱ σμῆναι
«τῶν μελισσῶν οἱ κηροδόχοι ἤτοι αἱ θῆκαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].