Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τιμοκρατία

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμοκρᾰτία Medium diacritics: τιμοκρατία Low diacritics: τιμοκρατία Capitals: ΤΙΜΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: timokratía Transliteration B: timokratia Transliteration C: timokratia Beta Code: timokrati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A state in which the love of honour is the ruling principle, expld. by Pl. as ἡ φιλότιμος πολιτεία. R.545b; cf. τιμαρχία.    II state in which honours are distributed according to a rating of property, timocracy, Arist.EN1160a36,b17.

German (Pape)

[Seite 1116] ἡ, bei Plat. Rep. VIII, 545 c u. öfter, ein Staat, dessen Grundlage die Ehre ist; bei Arist. eth. 8, 10 ein Staat, in welchem die Aemter u. Ehrenstellen nach der Schätzung des Vermögens, nach dem Census vertheilt werden.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμοκρᾰτία: ἡ πολιτεία ἐν ᾗ ἡ πρὸς τὴν τιμὴν ἀγάπη εἶναι ἡ διοικοῦσα ἀρχή, ἑρμηνεύεται δὲ παρὰ Πλάτ. ὡς, ἡ φιλότιμος πολιτεία, Πολ. 545Β, πρβλ. τιμαρχία. ΙΙ. πολίτευμα, καθ’ ὃ τὰ ἀξιώματα διανέμονται ἀναλόγως πρὸς τὴν διατίμησιν τῆς περιουσίας, κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 1 καὶ 3, = ἡ ἐκ τιμημάτων πολιτεία, ἣν ὁ Πλάτ. (Πολ. 550C) καλεῖ ὀλιγαρχίαν, ὁ δὲ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 6, 12) πλουτοκρατίαν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 État dans lequel l’amour des honneurs est le principal mobile;
2 État où le pouvoir appartient aux citoyens possesseurs d’un certain revenu.
Étymologie: τιμή, κρατέω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
πολιτικό σύστημα της αρχαίας Ελλάδας κατά το οποίο η συμμετοχή τών πολιτών στη διακυβέρνηση ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους κατάσταση
αρχ.
το πολίτευμα στο οποίο καθοριστικός παράγοντας είναι η εντιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία].