χήνα
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
η / χήν, -ηνός, ΝΜΑ, και τ. αρσ. χήν, -ηνός, ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. χάν, -ανός, ἁ, Α
(ζωολ.-ζωοτ.) εξημερωμένο πτηνό που προέρχεται από το είδος αγριόχηνας Αnser anser, και το οποίο, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ανατίδες
νεοελλ.
1. μτφ. α) άνθρωπος ανόητος, υπερβολικά αφελής
β) χιλιάρικο, χαρτονόμισμα χιλίων δραχμών
γ) χρυσή αγγλική λίρα
2. φρ. α) «βάδισμα της χήνας» — βηματισμός στρατιωτικής παρέλασης με τεντωμένο το σκέλος
3. παροιμ. «βρήκε χήνα και τήν μαδά» — εκμεταλλεύεται κάποιον πολύ αφελή
αρχ.
φρ.
1. «γάλα χηνός» — του πουλιού το γάλα, έδεσμα δυσεύρετο και πανάκριβο (Εύβουλ.)
2. «νὴ [ή μὰ] τὸν χῆνα» — κωμικός όρκος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηλ. χήν ανάγεται στον ΙΕ τύπο ghăns- που χρησιμοποιείται για το ζώο αυτό και συνδέεται με διάφορους τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών, πρβλ. αρχ. ινδ. hamsa-, λατ. anser, αρχ. άνω γερμ. gans (πρβλ. γερμ. Gans), αγγλοσαξ. gēs (πρβλ. αγγλ. geese). Ο τ. ghăns- έδωσε στην Ελληνική αρχικά τ. χανς, χανσός, από τη γεν. του οποίου χανσός προήλθε ο τ. γεν. χηνός, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος και αντέκταση του φωνήεντος, και στη συνέχεια, αναλογικά προς τις πλάγιες πτώσεις, σχηματίστηκε η ονομ. χήν (για ανάλογο σχηματισμό, πρβλ. μήν < ρίζα mēns-, βλ. λ. μήνας). Τέλος, σχετικά με την προέλευση της ΙΕ αυτής ρίζας έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως λ.χ. η σύνδεση της με την οικογένεια του ρ. χαίνω /χάσκω, η αναγωγή της σε κάποια ανατολική γλώσσα (πιθ. τουρκική ή κινεζική) ή η θεώρηση της ως προϊόντος ονοματοποιίας από τη μίμηση της κραυγής του ζώου].