τετρακόσιοι

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκόσιοι Medium diacritics: τετρακόσιοι Low diacritics: τετρακόσιοι Capitals: ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΟΙ
Transliteration A: tetrakósioi Transliteration B: tetrakosioi Transliteration C: tetrakosioi Beta Code: tetrako/sioi

English (LSJ)

αι, α, Dor. τετρα-κάτιοι [κᾰ] Tab.Heracl.1.52, etc.; poet. (once) tetrhkoϟsioi AP11.67 (Myrin.):—

   A four hundred, Hdt.1.178, etc.: in sg., τ. ἀσπίς X.An.1.7.10.    II οἱ τ., at Athens,    1 the oligarchy established in 411 B.C., Th.8.69, Lys.30.7, Decr. ap. And. 1.78, etc.    2 a more ancient Council, Ael.VH5.13.

German (Pape)

[Seite 1098] vierhundert, Her. 1, 178 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόσιοι: -αι, -α, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 178, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, τ. ἀσπὶς Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10. ΙΙ. οἱ τετρακόσιοι, ἐν Ἀθήναις: 1) ἡ ὀλιγαρχία ἡ κατασταθεῖσα τῷ 411 π.Χ., Θουκ. 8. 67, Λυσί. 183. 39, Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 41, κλπ. 2) ἀρχαιοτέρα βουλή, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
quatre cents ; au sg. ἀσπὶς τετρακοσία XÉN quatre cents boucliers, càd quatre cents hoplites ; particul. οἱ τετρακόσιοι les Quatre-cents :
1 oligarchie établie à Athènes en 411 av. J.-C;
2 ancien conseil, à Athènes.
Étymologie: τέσσαρες, -κόσιοι.

English (Strong)

or neuter tetrakosia plural from τέσσαρες and ἑκατόν; four hundred: four hundred.

English (Thayer)

τετρακόσιαι τετρακόσια (from τετράκις, and the term. τετρακοσιος indicating one hundred; (cf. G. Meyer, Gr. Gram. § 16f.)), four hundred: Herodotus, Thucydides, Xenophon, others.))

Greek Monolingual

-ες, -α / τετρακόσιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τετρακόσοι, -ες, α, Ν, και μτγν. τ. τεσσαρακόσιοι και δωρ. τ. τετρακάτιοι και ποιητ. τ. τετρηκόσιοι, -αι, -α, Α
(απόλ. αριθμτ.)
1. τέσσερεις εκατοντάδες (400)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τετρακόσιοι
(στην αρχαία Αθήνα) α) πολιτικό σώμα της αρχαίας Αθήνας που καθιέρωσε ο Σόλων, είχε 400 μέλη και κύρια αποστολή τη νομοθετική εξουσία
β) τα άτομα που αποτέλεσαν την ολιγαρχία που εγκαθιδρύθηκε το 411 π.Χ.
νεοελλ.
φρ. «τά 'χει τετρακόσα» — έχει γερό μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόσιοι < -κάτιοι (πρβλ. ἑκατόν), όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστός (πρβλ. τριά-κοντα, τρια-κοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φύσις < φύτις)].