χαμαιπετής

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιπετής Medium diacritics: χαμαιπετής Low diacritics: χαμαιπετής Capitals: ΧΑΜΑΙΠΕΤΗΣ
Transliteration A: chamaipetḗs Transliteration B: chamaipetēs Transliteration C: chamaipetis Beta Code: xamaipeth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω)

   A falling to the ground, χ. πίπτει πρὸς οὖδας E.Ba.1111 (s. v. l.); φόνος χ. blood that has fallen on the earth, Id.Or.1491 (lyr.); δόμοι . . χαμαιπετεῖς ἔκεισθ' ἀεί ye were lying prostrate, A.Ch.964 (lyr.); grovelling, μηδὲ . . χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί Id.Ag.920; χ. [βέλος], of a spent missile, Aen.Tact.32.9; χ. ἐλαῖαι windfall olives, Luc.Lex.13.    2 lying or sleeping on the ground, χ. ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Pl.Smp.203d.    3 on the ground, χ. στιβάς, εὐνή, E.Tr.507, Cyc.386; δεῖπνον Posidon.5J.    4 of trees, creeping, dwarf, Plb.13.10.8.    5 flying low, χ. στρουθοί Luc.Dips.2.    6 Adv. -τῶς along the ground, like a goose's flight, Id.Icar.10.    II metaph., falling to the ground, i. e. coming to naught, λόγοι, ἔπος, Pi.O.9.12, P.6.37.    2 grovelling, low, of style, κομιδῇ πεζὸν καὶ χ. Luc.Hist.Conscr.16, cf. Somn.13.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιπετής: -ές, (πίπτω) χαμαὶ ἐξηπλωμένος (ἐκ πτώσεως), χ. πίπτει πρὸς οὖδας Εὐρ. Βάκχ. 1111· χ. φόνος, αἷμα πεσὸν κατὰ γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1491· δόμοι ... χαμαιπετεῖς ἔκεισθ’ ἀεί, ἦσθε ἐξηπλωμένοι κατὰ γῆς, Αἰσχύλ. Χο. 964· μηδὲ ... χαμοπαιτὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοὶ (ἴδε ἐν λ. προσχάσκω), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 920. 2) ὁ κατὰ γῆς κείμενος ἢ κοιμώμενος, ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, χαμαιπ. ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Πλάτ. Συμπ. 203D. 3) ὁ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἡπλωμένος, χ. στιβάς, εὐνὴ Εὐρ. Τρῳ. 507, Κύκλ. 385. 4) ἐπὶ δένδρων, ὡς τὸ χαμαίζηλος, ἕρπων κατὰ γῆς, μὴ ἀναπτυσσόμενος πολὺ ὑπὲρ τὸ ἔδαφος, ἔστι καὶ Θρᾴκης ἔρημον πεδίον, χαμαιπετῆ δένδρα ἔχον Πολύβ. 13. 10, 7 πρβλ. Πολυαίνου Στρατηγ. Η΄, κγ΄, 10. 5) Ἐπίρρ. -τῶς, κατὰ γῆς, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὡς ἵπταται ὁ χήν, Λουκ. Ἰκαρομ. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαμαιπετῶς· ὥστε μὴ εἰς τοὔδαφος ῥῖψαι». ΙΙ. μεταφ., ὁ κατὰ γῆς πίπτων, δηλ. μὴ φέρων ἀποτέλεσμα, μάταιος, Πινδ. Ο. 9. 19, Π. δ. 37· πρβλ. τὸ προηγ. καὶ ἴδε χαμαὶ Ι. 2. 2) ταπεινός, χαμηλός, ἐπὶ ὕψους, κομιδῇ πεζόν καὶ χαμ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. πρβλ. Ἐνύπν. 13. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 279 281, 317, 861, 862.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 tombé à terre, couché ou gisant à terre;
2 qui est à terre, bas, très petit, nain ; fig. bas, commun, vulgaire;
3 qui se penche à terre, courbé vers la terre.
Étymologie: χαμαί, πίπτω.

English (Slater)

χᾰμαιπετής
   1 falling to the ground; ineffectual οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι (O. 9.12) χαμαιπετὲς δ' ἄῤ ἔπος οὐκ ἀπέριψεν (P. 6.37)

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
χαμαίζηλος
αρχ.
1. αυτός που έχει πέσει στο έδαφος («δόμοι... χαμαιπετεῑς», Αισχύλ.)
2. απλωμένος στο έδαφοςἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσε εὐνὴν πυρὸς φλογί», Ευρ.)
3. (για τον Έρωτα) χαμαιεύνης
4. μτφ. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, μάταιος («χαμαιπετέων λόγων», Πίνδ.).
επίρρ...
χαμαιπετῶς ΜΑ
καταγής, χαμαί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -πετής (< θ. πετ- της απαθούς βαθμίδας της ρίζας του ρ. πίπτω), πρβλ. δυσ-πετής, περι-πετής].