σύντρεις

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντρεις Medium diacritics: σύντρεις Low diacritics: σύντρεις Capitals: ΣΥΝΤΡΕΙΣ
Transliteration A: sýntreis Transliteration B: syntreis Transliteration C: syntreis Beta Code: su/ntreis

English (LSJ)

οἱ, αἱ, σύντρια, τά,

   A three together, by threes, σύντρεις αἰνύμενος Od.9.429; κατὰ σύντρεις γωνίας Pl.Ti.54e; cf. σύνδυο.

German (Pape)

[Seite 1036] οἱ, αἱ, σύντρια, τά, je drei, drei zusammen, drei zugleich, immer zu dreien; Od. 9, 429; κατὰ σύντρεις γωνίας, Plat. Tim. 54 e; Sp., wie Luc. enc. Dem. 21.

Greek (Liddell-Scott)

σύντρεις: οἱ, αἱ. -τρια, τά, τρεῖς ὁμοῦ, ἀνὰ τρεῖς, σύντρεις αἰνύμενος Ὀδ. Ι. 429· κατὰ σύντρεις Πλάτ. Τίμ. 54Ε, πρβλ. σύνδυο.

French (Bailly abrégé)

εις, ια ; gén. συντρίων;
trois ensemble, trois par trois.
Étymologie: σύν, τρεῖς.

English (Autenrieth)

three together, by threes, Od. 9.429†.

Greek Monolingual

σύντρεις ΝΜΑ, ουδ. σύντρια ΜΑ
τρεις μαζί, ανά τρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τρεῖς (πρβλ. συν-δύο)].