φοβούμαι
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
Greek Monolingual
φοβοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, -έω, Α
1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια βροχή» δ. «νὰ μὴν φοβᾶσ' εἰς ποταμὸν ξερὸν νά κινδυνεύσῃς», Πρόδρ.
ε. «φοβεῑσθαι τοὺς ἄνω θεούς», Πλάτ.
στ. «φοβοῡμαι δ' ἔπος τόδ' ἐκβαλεῑν», Αισχύλ.)
2. κατέχομαι από φόβο μήπως συμβεί κάτι (α. «φοβάται μην πεθάνει» β. «φοβάμαι πως δεν θα αντέξω άλλο» γ. «φοβηθεὶς μὴ μετάσχοι τῆς τύχης», Αριστοφ.
δ. «ἐφοβεῑτο, ὅτι ὀφθήσεται ἔμελλε», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι (α. «φοβάμαι για την υγεία του» β. «φοβούμαι για το παιδί μου»)
2. υποψιάζομαι κάτι δυσάρεστο («φοβάμαι ότι αυτός είναι ο ένοχος»)
3. φρ. «ούτε θεό φοβάται, ούτε ανθρώπους ντρέπεται» — είναι εντελώς αναιδής, ανήθικος ή άδικος άνθρωπος
4. παροιμ. φρ. α) «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» — να δυσπιστείς πάντοτε, να μην έχεις ποτέ εμπιστοσύνη σε παλαιούς εχθρούς σου, έστω και αν επιδεικνύουν καλές διαθέσεις, Βεργίλ.)- «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη» — δηλώνει αμοιβαίο φόβο
αρχ.
ενεργ.
1. (στον Όμ.) τρέπω σε φυγή («Ζεὺς καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῑ», Ομ. Ιλ.)
2. φοβίζω («μὴ φίλους φόβει», Αισχύλ.)
3. (με δοτ. μέσου ή οργάνου) φοβίζω κάποιον με κάτι («οὔτ' ἄγαν φοβεῖν λόγοις», Αισχύλ.)
5. φρ. α) «φοβούμαι φόβον» — αισθάνομαι φόβο (Πλάτ.)
β) «φοβεῖσθαι τὸ ἀποθνήσκειν» — φόβος για τον θάνατο (Πλάτ.)
γ) «φοβοῦμαι ἔκ τινος» — φοβούμαι για κάποια αιτία (Σοφ.)
δ) «φοβοῦμαι ἀπό τινος» — φοβάμαι κάποιον (ΠΔ και ΚΔ)
ε) «φοβοῦμαι εἴς τι ή πρός τι» και «φοβοῦμαι ἐπί τινι» — καταλαμβάνομαι από φόβο για κάτι
στ) «φοβοῡμαι ἀμφί τινι» και «φοβοῦμαι [τι] περί τινος» και «φοβοῦμαι ὑπέρ τινος» — φοβάμαι για κάποιον
ζ) «φοβοῦμαι περί τι» και «φοβοῦμαι πρός τινα» — φοβάμαι για κάτι ή για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικός τ. ενεστ. αιτιώδους σημ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ- του ρ. φέβομαι (πρβλ. ποθῶ: θέσσασθαι: πόθος)].