φάγρος
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
ὁ,
A sea-bream or braize, Pagrus vulgaris, Hp.lnt. 1, Eup.38 (lyr.), Pl.Com.56.2, Antiph.193, Arist.HA598a13, 601b30, Speus. ap.Ath.7.327c, Numen.ib.322f, BGU1095.18 (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in Str.17.2.4; φάγωρος in Hsch. II Cret., whetstone, Simm.27.
German (Pape)
[Seite 1249] ὁ, ein Fisch, Antiphan. bei Ath. VII, 295 c u. öfter; bei den Kretern der Wetzstein, Simmias bei Ath. 327 f.
Greek (Liddell-Scott)
φάγρος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, κοινῶς «φαγρί», Εὔπολις ἐν «Ἀστρατεύτοις» 6, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Κλεοφῶντι» 1, Ἀντιφάνης ἐν «Προβατεῖ» 1, κλπ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3., 19, 5· «φάγρος. ἔστιν ὁ παρ’ ἡμῖν νῦν καλούμενος οὐδετέρως φαγρίον, παρὰ δὲ τοῖς πλείστοις καὶ διὰ διπλοῦ τοῦ γ φαγγρίον» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 105, λζϳ· ― φέρεται φαγρώριος παρὰ Στράβ. 823· φάγωρος παρ’ Ἡσυχίῳ. ΙΙ. ἐν τῇ Κρητικῇ διαλέκτῳ ἡ ἀκόνη. Σιμμίας παρ’ Ἀθην. 327F.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(κρητ. τ.) η ακόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. φάγρος μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. bark (για γεύση) «πικρός, δριμύς», αλλά και «βίαιος, οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. φαγρός με αναβιβασμό του τόνου. Η σύνδεση αυτή θεωρείται πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική άποψη και θα οδηγούσε στην αναγωγή τών δύο τ. στην ΙΕ ρίζα bhag- «αιχμηρός, οξύς» με επίθημα -το- (πρβλ. τάφ-ρος). Ωστόσο, το αρμεν. bark ανάγεται από άλλους μελετητές σε ΙΕ τ. bhorgw-os «απότομος, εχθρικός»].———————— (II)
ὁ, Α
είδος ψαριού, το φαγγρί, πάγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το όν. του ψαριού στη λ. φάγρος (Ι) «ακόνη», λόγω τών αιχμηρών δοντιών ή του σχήματος του ψαριού].