ὑφαντικός

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαντικός Medium diacritics: ὑφαντικός Low diacritics: υφαντικός Capitals: ΥΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hyphantikós Transliteration B: hyphantikos Transliteration C: yfantikos Beta Code: u(fantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in weaving, Pl.Cra.388c sq.; τὸν -ώτατον Id.Grg.490d. Adv. -κῶς in weaver-like fashion, Id.Cra. l. c.    II ἡ ὑφαντική (sc. τέχνη) the art of weaving, Democr.154, Pl.Grg.449d, Arist.Pol.1256a6, Phld.Mus.p.103 K.; in full, ὑ. τέχνη PSI3.241.8 (iii A. D.).    2 τὸ τέλος τοῦ -κοῦ tax on weaving, Ostr.Bodl. i 127 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος, ἐπιδέξιος εἰς τὴν ὑφαντικήν, ὑφαντικὸς μὲν ἄρα κερκίδι καλῶς χρήσεται Πλάτ. Κρατ. 388C· τὸν ὑφαντικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 490D· ὁ τῷ ὑφάντῃ ἢ τῷ ὑφαίνειν ἀνήκων, ὑφαντικὸν δέ γε ἡ κερκίς; Πλάτ. Κρατ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον ὑφάντου, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388C. ΙΙ. ἡ ὑφαντικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ὑφαίνειν, ὥσπερ ἡ ὑφαντ. περὶ τὴν τῶν ἱματίων ἐργασίαν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 449D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’art de tisser ou le tisserand : ἡ ὑφαντική (τέχνη) l’art du tisserand.
Étymologie: ὑφαίνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑφαντικός, -ή, -όν, ΝΑ
ὑφάντης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» — ο αργαλειός
θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική
(ενν. τέχνη) η τέχνη της κατασκευής υφασμάτων
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο υφαντικός·ο υφαντής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντικά
αμοιβή για την κατασκευή υφάσματος
3. φρ. α) «υφαντικές ύλες»
(οικον.-τεχνολ.) ύλες από τις οποίες λαμβάνονται ίνες κατάλληλες για την κατασκευή νημάτων και υφασμάτων και από τις οποίες κυριότερες είναι το βαμβάκι, το μαλλί, το μετάξι, το λινάρι και το καννάβι, καθώς και διάφορες τεχνητές και συνθετικές ύλες, όπως είναι η κυτταρίνη, το ρεγιόν κ.ά
β) «υφαντικές ίνες»
(οικον.-τεχνολ.) ίνες που παράγονται από τις υφαντικές ύλες
γ) «υφαντική μηχανή»
τεχνολ. ο μηχανικός αργαλειός ή μηχανικός ιστός
αρχ.
1. ο επιδέξιος στην υφαντική
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑφαντικόν
η άσκηση του υφαντικού έργου
3. φρ. «τὸ τέλος τοῡ ὑφαντικοῡ» — φόρος επιβαλλόμενος στον υφάντη.
επίρρ...
ὑφαντικῶς Α
όπως ο υφάντης, με υφαντική τέχνηκαλῶς δ' ἐστὶ ὑφαντικῶς», Πλάτ.).