ακέφαλος
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέφαλος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει κεφάλι
«ακέφαλο νεογνό», «οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῑχι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες» (μυθικά όντα, Ηρόδ, 4, 191)
2. αυτός που δεν έχει αρχή
«ἀκέφαλος κῶδιξ», «ἀκέφαλος λόγος, μῡθος» (Πλάτ. Φαίδρος 264c, Νόμ. 752a)
μσν.- νεοελλ.
1. άμυαλος, ανόητος, αναίσθητος
2. εκείνος που δεν έχει αρχηγό, ομάδα που δεν έχει κάποιον επικεφαλής» «ακέφαλο κόμμα», κληρικός που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία επισκόπου1
μσν.
«αἵρεσις ἀκέφαλος» — αίρεση που δεν είναι γνωστός ο αρχηγός της (Σούδα, Ιουστιν. Νεαρ. 109)
II αρχ.
1. (για μύθο) αυτός που δεν έχει επίλογο (Λουκ. Σκυθ. 9)
2. όποιος έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, ο «άτιμος» (Αρτεμίδ. 1.35), πρβλ. λατιν. «capite deminutus»)
3. αστρον. αστέρι που φαίνεται μπροστά από κάποιον πλανήτη (Κλήμ. Α. 1, 429c)
4. επίρρ. ἀκεφάλως
χωρίς λογική αρχή
«ἀκεφάλως ἐμβάλλειν τοῑς πράγμασιν» (Ερμογ. π. Ευρέσ. 2.7).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κέφαλος < κεφαλή.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακεφαλία, ακεφαλιά, ακεφαλοσύνη].