δαιτρεύω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
German (Pape)
[Seite 516] theilen, μερίζω; Beute, Hom. Iliad . 11, 688. 705, vgl. Scholl. 705; Fleisch zerlegen, in Portionen vertheilen u. vorlegen, Od. 14, 433. 15, 323; Sp. D. vom Zerreißen wilder Thiere; vgl. Lehrs. Aristarch. 165; auch im med., Opp. H. 1, 545; schlachten, Nonn. D. 13, 118.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτρεύω: (δαιτρός) διαιρῶ, μοιράζω, ἰδίως κόπτω κρέας, δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι, νὰ κόψω καὶ ψήσω, Ὀδ. Ο. 323· ἂν δὲ… ἵστατο δαιτρεύσων, ἵνα κόψῃ, μοιράσῃ, Ξ. 433· τὰ δ’ ἄλλ’ ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν, νὰ κόψωσιν ὅπως μοιράσωσι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Ἰλ. Λ. 703, πρβλ. 687· ἵππους δαίτρευον, ἐπὶ τῶν Ἀμαζόνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176. – Μέσ. ἐν Ὀπ. Ἁλ. 2. 606.
French (Bailly abrégé)
faire des parts ; découper des viandes et distribuer des portions.
Étymologie: δαιτρός.
English (Autenrieth)
(δαιτρός): distribute; esp. of carving meat; of booty, Il. 11.688.
Spanish (DGE)
1 repartir abs., rel. botín οἱ δὲ ... ἡγήτορες ἄνδρες δαίτρευον Il.11.688, τὰ δ' ἄλλ' ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν Il.11.705
•rel. carne trinchar para repartir ἂν δὲ συβώτης ἵστατο δαιτρεύσων Od.14.433, δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι Od.15.323, cf. Timae.152, Babr.106.11, IKios 19.1 (I/II d.C.).
2 c. ac. compl. dir. despiezar c. suj. de pers., a un animal para el sacrificio τοὺς δ' ἕταροι ... κόπτον δαίτρευόν τε (βόας) A.R.1.433
•sacrificar ἵππους A.R.2.1176
•c. suj. de animales desgarrar πολλὰ δ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν Opp.H.2.294, cf. C.2.247, 263, Them.Or.13.171c, de las bacantes ὄφρα μιν ... διὰ στόμα δαιτρεύσωμεν Opp.C.4.307, de comidas antropofágicas, Nonn.D.13.118, en v. pas. (πουλύπους) οὐδὲν ἀμυνόμενος, δαιτρεύεται Opp.H.1.545
•en v. med. mismo sent. εἰσόκε σάρκα ... ὑπὸ στόμα δαιτρεύσωνται Opp.H.2.606, ἄρκτοι ... ἐδαιτρεύσαντο (με) γενείοις Nonn.D.5.363.
Greek Monolingual
δαιτρεύω (AM) δαιτρός
μσν.
μεταδίδω κάτι σε κάποιον, καθιστώ κάποιον κοινωνό σε κάτι
αρχ.
1. μοιράζω, κόβω σε μερίδες το κρέας
2. σφάζω
3. (για άγρια ζώα) κατασπαράσσω, καταβροχθίζω λεία.
Greek Monotonic
δαιτρεύω: μέλ. -σω (δαιτρός), διαμελίζω κρέας, τεμαχίζω σε μερίδες ή κόβω, σε Ομήρ. Οδ.· κόβω, κομματιάζω για να διανείμω, μοιράζω ανάμεσα στον κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.