περικνίζω

From LSJ
Revision as of 19:14, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικνίζω Medium diacritics: περικνίζω Low diacritics: περικνίζω Capitals: ΠΕΡΙΚΝΙΖΩ
Transliteration A: periknízō Transliteration B: periknizō Transliteration C: periknizo Beta Code: perikni/zw

English (LSJ)

   A scratch all round v.l. in Poll.9.113 : metaph., keep nibbling at a thing, D.H.9.32, Plu.2.10e: aor. Med. περικνίξασθε, of bees, AP9.226 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 580] ringsum od. von allen Seiten kratzen, kneipen, Poll. 9, 113; bei Plut. ed. lib. 14 M. l. d.; περικνίξασθε, von den Vienen gesagt, Zon. 6 (IX, 226).

Greek (Liddell-Scott)

περικνίζω: μέλλ. -ίσω, γαργαλίζω ἢ τσυμπῶ, πανταχόθεν «κνίζουσιν ἢ παίουσιν αὐτὸν περιθέοντες» Πολυδ. Θ΄, 113· - περιδάκνω, Διον. Ἁλ. 9. 32, Πλούτ. 2. 10D· οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ. περικνίξασθε, ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 226.

French (Bailly abrégé)

gratter tout autour, ronger.
Étymologie: περί, κνίζω.

Greek Monolingual

Α
1. κνίζω, τσιμπώ κάποιον ή κάτι από όλες τις πλευρές
2. μτφ. τσιμπολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κνίζω «ξύνω»].

Greek Monotonic

περικνίζω: μέλ. -σω, γαργαλώ παντού, τσιμπώ ελαφρά παντού· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ περικνίξασθε, λέγεται για τις μέλισσες, σε Ανθ.