ζύγαστρον
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A chest, box (κιβωτός, κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι, Phot.), S.Tr.692, E.ap.Phot., X.Cyr.7.3.1. 2 at Delphi, = γραμματοφυλάκιον, SIG241.49,146 (iv B.C.), Delph.3(2).205 (iii B.C.), Phot. 3 in pl., fastenings, λάρνακος Sch.Theoc. 7.78.
German (Pape)
[Seite 1140] τό, ein aus Brettern zusammengesetzter hölzerner Kasten, κοῖλον Soph. Tr. 689; Xen. Cyr. 7, 3, 1; VLL. ξυλίνη σορός, κιβωτός. Bei Schol. Theocr. 7, 78 die einzelnen Bretter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cassette, coffre de bois.
Étymologie: ζυγόν.
Greek Monolingual
ζύγαστρον, το (Α)
1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους
2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῑς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον»
3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» — το κάλυμμα ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν (πρβλ. δέπαστρον-δέπας, κάναστρον-κανούν) κατά το πρότυπο στέγαστρον-στεγάζω-στέγη, χωρίς όμως τη μεσολάβηση ρήματος (π.χ. ζυγάζω). Η σημ. της λέξης από το ρ. ζυγώ(-όω) «κλείνω, συνάπτω, συνδέω»].
Greek Monotonic
ζύγαστρον: [ῠ], τό (ζεύγνυμι), κασέλα ή κιβώτιο (φτιαγμένο από σανίδες στενά συνενωμένες μεταξύ τους), σε Σοφ., Ξεν.