ἀνορούω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 (X.Eq.3.7,8.5 has pres. inf. and part.):—
A start up, leap up, abs., Il.9.193, Od.3.149, Sapph.Supp.20a.11, etc.; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Od.22.23; ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀ. Il.10.162, etc.; ἐς δίφρον δ' ἀ. 11.273; so Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε . . οὐρανὸν ἐς .. Helios went swiftly up the sky, Od. 3.1; τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀ. Il.1.248; ἀνορούσαις (Aeol. part.) Pi. O.7.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορούω: ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· οὕτως, Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος ταχέως ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. épq. ἀνόρουσα;
se lever vivement, s’élancer.
Étymologie: ἀνά, ὀρούω.
English (Autenrieth)
only aor. ἀνόρουσεν, -σαν, part. -σᾶς: spring up; ἐκ θρόνων, ὕπνου, ἐς δίφρον, Il. 16.130; ἠέλιος, ‘climbed swiftly up the sky,’ Od. 3.1.
English (Slater)
ἀνορούω
1 leap up, start up πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε v. l. ἐσόρουσε (O. 8.40) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ (αὐτόθ' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15)
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.O.7.37]
1 c. idea de separación levantarse, ponerse en pie ἐκ ... θρόνων Od.22.23, ἐξ ὕπνοιο Il.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε Il.1.248
•abs. Il.9.193, Od.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.H.3.106.
2 c. idea de dirección lanzarse ἐς δίφρον Il.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.D.19.72
•fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.Metaph.1100b15
•subir οὐρανὸν ἐς Od.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299.
Greek Monolingual
ἀνορούω (Α)
1. αναπηδώ, πετιέμαι επάνω
2. ανεβαίνω γρήγορα ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ορούω «ορμώ προς τα εμπρός»].
Greek Monotonic
ἀνορούω: Επικ. αόρ. αʹ ἀνόρουσα, ανεγείρομαι, αναπηδώ, σε Όμηρ.· λέγεται για τον ήλιο, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς, πήγε αμέσως ψηλά στον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ἀνορούσαις (Δωρ. μτχ. αορ. αʹ), σε Πίνδ.