ἀπροϊδής

From LSJ
Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροϊδής Medium diacritics: ἀπροϊδής Low diacritics: απροϊδής Capitals: ΑΠΡΟΪΔΗΣ
Transliteration A: aproïdḗs Transliteration B: aproidēs Transliteration C: aproidis Beta Code: a)proi+dh/s

English (LSJ)

[ῐ], ές, (προϊδεῖν)

   A unforeseen, Nic.Th.2,18, AP7.213 (Arch.), 9.111 (Id.). Adv. -ῶς Archig. ap. Orib.8.2.19.    2 Act., unforeseeing, prob. in Nonn.D.9.102, 48.757.

German (Pape)

[Seite 338] ές (προϊδεῖν), unvorhergesehen, unvermuthet, sp. D.; μόρος, ἄϊδος μυχός Archi. 31. 29 (IX, 111 VII, 213); νόσος Ep. ad. 677 (App. 260). Oft bei Nonn., z. B. D. 9, 102. 245.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροϊδής: -ές, (προϊδεῖν) ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὅν δὲν προεῖδέ τις, ἀπρόοπτος, «ἀφανὴς» καθ’ Ἡσύχ., Νικάνδρ. Θηρ. 2. 18, Ἀνθ. Π. 7. 213., 9 111. 2) ἐνεργ., ὁ μὴ προϊδών, μὴ προσδοκῶν, ἀπρ. ἄνδρες Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 168.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 imprévu;
2 imprévoyant, qui agit à son insu.
Étymologie: ἀ, προϊδεῖν.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [-ῐ-]
I no visto previamente ἀπροϊδῆ τύψαντα que golpean a uno no visto previamente Nic.Th.2, σκορπίος Nic.Th.18, AP 7.213 (Arch.)
no visto, secreto πίστις Nonn.Par.Eu.Io.12.42, ἀ. Χριστοῖο μαθητής Nonn.Par.Eu.Io.19.38, ἣ τότε Βάκχον ἑλοῦσα ... ἀπροϊδῆ ... κατεκλήισε Nonn.D.9.102
imprevisto δαίμων IUrb.Rom.1250.12.i
II adv. -ῶς de manera imprevista ἀ. αὐτοὺς ἄγειν Archig. en Orib.8.2.19.

Greek Monolingual

ἀπροϊδής, -ές (Α)
αυτός που δεν φανερώνεται, ο κρυφός.

Greek Monotonic

ἀπροϊδής: -ές (προϊδεῖν), απρόβλεπτος, απρόοπτος, σε Ανθ.