βασίλεια

From LSJ
Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσίλειᾰ Medium diacritics: βασίλεια Low diacritics: βασίλεια Capitals: ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Transliteration A: basíleia Transliteration B: basileia Transliteration C: vasileia Beta Code: basi/leia

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, basile/a Pi.N.1.39: fem. of βασιλεύς:—

   A queen, princess, Od.4.770, A.Ag.84 (lyr.), Hdt.1.11, etc.; of goddesses, Κύπρις β. Emp.128.3, cf. Hymn.Is.I, etc.; β. θεά Ar.Pax974; β. γύναι A.Pers.623 (lyr.), E.El.988 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 436] ἡ, Königin, Fürstin, überall, von Hom. an; meist = Gattinn des Königs, z. B. Odyss. 7, 241 Arete, des Alkinoos Gattinn; Odyss. 6, 115 Nausikaa, des Alkinoos Toch, er; βασίλεια γυναικῶν Odyss. 11, 258; β. γυνή Aesch. Pers. 615; Soph. Ai. 1281; θεά Pind. Ol. 14, 3; Ar. Pax 938.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσίλειᾰ: ἡ, βασιλέα Πίνδ.Ν.1.59· (βασιλεύς) - βασίλισσα, ἡγεμονίς,γυνὴ βασιλικῆς καταγωγῆς,Ὀδ. Δ.770, Αἰσχύλ. Ἀγ. 84,κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ θεαινῶν, βασίλεια θεά, ἀμφότερα ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 794· β. γύναι Αἰσχύλ. Πέρσ. 623, Εὐρ. Ἠλ. 988.Πρβλ. βασίλη,βασιλίς,βασίλισσα.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
reine, princesse.
Étymologie: βασιλεύς.
2plur. de βασίλειος ou de βασίλειον.

English (Autenrieth)

queen; the queen's daughter, the princess, is termed βασίλεια in Od. 6.115 ; βασίλεια γυναικῶν, ‘queen among women’ (cf. δῖα γυναικῶν), Od. 11.258.

English (Slater)

βᾰςῐλεια, -ίλεα
   1 queen ἀλλὰ θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ (Heyne: βασίλεια codd: βασιλέα Boeckh. i. e. Hera) (N. 1.39) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.3) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27.

Greek Monolingual

η
βλ. βασιλιάς.

Greek Monotonic

βᾰσίλειᾰ: ἡ (βασῐλεύς), βασίλισσα, πριγκήπισσα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.