θύνω
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
English (LSJ)
[ῡ], only pres. and impf.,= θυνέω,
A rush, dart along, θῦνε διὰ προμάχων Il.5.250, etc.; πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ 20.493; ἀν' ὑλῆεν ὠκὺς ἔθυνεν ὄρος AP6.217.8 ([Simon.]): c. part., βασιλῆες θῦνον κρίνοντες they flitted to and fro ordering the ranks, Il.2.446; μνηστῆρας ὀρίνων θῦνε κατὰ μέγαρον Od.24.449: c. acc. cogn., θ. ἀτραπὸν ἰθεῖαν Nic.Th. 264: metaph., ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον flits from one tale to another, Pi.P.10.54 (θύνων· ὁρμῶν, Erot. is not in our text of Hp.). II = θύω (B), Τρώων καὶ Ἀχαιῶν θῦνε μεσηγὺ ἱστάμενος raged, Il.11.570; οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον ib.73; θῦνε γὰρ ἂμ πεδίον ποταμῷ πλήθοντι ἐοικώς 5.87.
German (Pape)
[Seite 1226] = θύω, einherstürmen, eilen; Il. 2, 445; ἂμ πεδίον 5, 87. 10, 523; Pind. P. 10, 54; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
θύνω: ῡ, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., = θύω Β, θυνέω, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πολεμιστῶν ἐν μάχῃ, θῦνε διὰ προμάχων, ἐν προμάχοισιν Ἰλ. Ε. 250, κτλ.· θῦνε γὰρ ἂμ πεδίον αὐτόθι 87· πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ Υ. 493· οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον Λ. 73· θ. ἄμυδις Κ. 524· μετὰ μετοχ., θῦνον. - κρίνοντες, ἔσπευδον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ παρατάττοντες τὰς τάξεις, Β. 446· μνηστῆρας ὀρίνων θῦνε κατὰ μέγαρον Ὀδ. Ω. 449: - μεταφ., ἐπ’ ἄλλοτ’ ἄλλον θύνει λόγον, σπεύδει ἀπὸ τῆς μιᾶς διηγήσεως εἰς τὴν ἄλλην, Πίνδ. Π. 10. 84.
French (Bailly abrégé)
impf. poét. θῦνον;
s’élancer avec impétuosité.
Étymologie: cf. θέω.
English (Autenrieth)
(θύω), ipf. θῦνον: rush along, charge. (Il. and Od. 24.449.)
English (Slater)
θῡνω
1 hasten, flit ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.54)
Greek Monolingual
θύνω (Α)
(μόνο στον ενεστ. και παρατ.)
1. (ιδίως για πολεμιστές σε ώρα μάχης) ορμώ, σπεύδω ορμητικά, εφορμώ («βασιλῆες θῡνον κρίνοντες» — βασιλείς έσπευδαν εδώ κι εκεί παρατάσσοντας τις τάξεις, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πηδώ από το ένα στο άλλο («ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον θύνει λόγον» — πηδάει από τη μια κουβέντα στην άλλη)
3. είμαι έξω φρενών, είμαι μανιασμένος, είμαι σαν λυσσασμένος, μαίνομαι («οἱ δὲ λύκοι ὣς θῡνον» — κι αυτοί ήταν λυσσασμένοι σαν λύκοι, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θύω (ΙΙ)].
Greek Monotonic
θύνω: [ῡ], μόνο στον ενεστ. και παρατ. = θύω Β, σπεύδω ή εφορμώ εναντίον, κυρίως λέγεται για τους πολεμιστές στη μάχη, σε Όμηρ., Πίνδ.