ἴστωρ
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
or ἵστωρ, Boeot. ϝίστωρ Schwyzer 491, etc., ορος, ὁ, ἡ:—
A one who knows law and right, judge, ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il.18.501; ἴστορα δ' Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω 23.486; ϝίστορες witnesses, IG7.1779 (Thespiae); τῶ τεθμίω ϝίστωρ Schwyzer 523.64 (Orchom. Boeot.); θεοὺς πάντας ἵστορας ποιεύμενος Hp.Jusj.init., cf. Poll.8.106. II Adj. knowing, learned, Hes.Op.792; ἵ. τινός knowing a thing, skilled in it, ᾠδῆς h.Hom.32.2; ἐγχέων B.8.44; κἀγὼ τοῦδ' ἴ. ὑπερίστωρ S.El.850 (lyr), cf. E.IT1431, Pl.Cra.406b. (From ϝιδ-τωρ, cf. Εἴδω, οἶδα: ἵστωρ acc. to Hdn.Gr.2.108, etc.)
German (Pape)
[Seite 1272] ορος, ὁ (εἰδέναι), od. vielmehr nach Schol. Il. 18, 501 u. Anderen ἵστωρ zu schreiben, wofür das abgeleitete ἱστορέω spricht, der Kundige, Wissende, kundig, Hes. O. 790, ᾠδῆς H. h. 32, 2; der Augenzeuge, Zeuge, ἐπὶ ἵστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il. 18, 501, ἵστορα δ' Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω 23, 846; vgl. Soph. El. 840; Lehrs de Aristarch. stud. p. 116; Schömann Att. Proceß p. 669 n. 40. – Oft bei sp. D., βίβλοι ἵστορες μύθων Antiphil. 11 (IX, 192); auch fem., Μελπομένη Ep. (IX, 505, 16). – In Prosa selten, Plat. Crat. 406 b 407 c u. Sp.
French (Bailly abrégé)
gén. ορος (ὁ, ἡ)
1 qui sait, qui connaît, gén.;
2 celui qui connaît la loi ; juge.
Étymologie: R. Ϝιδ, cf. οἶδα, ἴστωρ de *Ϝίδτωρ.
English (Autenrieth)
ορος (root ϝιδ): one who knows, judge, Il. 18.501, Il. 21.486.
Greek Monolingual
ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α)
1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής
2. μάρτυρας
3. ως επίθ. έμπειρος
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες
οι διαιτητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fίδ- τωρ (με τροπή του δ σε σ προ του οδοντικού τ) < Fιδ-, μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας weid- «βλέπω» + κατάλ. -τωρ δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. οἶδα (πρβλ. ἰδ-εῖν < Fιδ-εῖν).
ΠΑΡ. ιστορία, ιστορώ
αρχ.
ιστόριον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) πολυΐστωρ, φιλίστωρ
αρχ.
αΐστωρ, ανίστωρ, επιίστωρ, νομοΐστωρ, προΐστωρ, συνίστωρ, φιλοΐστωρ.
Greek Monotonic
ἴστωρ: ή ἵστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (οἶδα)·
I. σοφός άνδρας, αυτός που γνωρίζει το δίκαιο, δικαστής, κριτής, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως επίθ., γνώστης, ειδήμων, σε Ησίοδ.· ἵστωρ τινός, γνώστης κάποιου πράγματος, σε Σοφ.