κατηφής

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηφής Medium diacritics: κατηφής Low diacritics: κατηφής Capitals: ΚΑΤΗΦΗΣ
Transliteration A: katēphḗs Transliteration B: katēphēs Transliteration C: katifis Beta Code: kathfh/s

English (LSJ)

ές,

   A with downcast eyes, downcast, κατηφέες ἐσσόμεθ' αἰεί Od.24.432, cf. Cic. Att.13.42.1; τὸν μὲν κατηφῆ E.Or.881; κ. ὄμμα Id.Heracl.633 (but κ. ὀφθαλμοί sunken eyes, Hp.Epid.7.25); κ. καὶ ὑπεραύστηρος POxy. 471.92 (ii A.D.); of animals, αἱ ἵπποι ὅταν ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Arist.HA572b9; τὸ κ. Id.Phgn.808a10, cf.807b12: metaph., κ. ἄμπελος drooping in sorrow, Him.Or.9.4.    2 metaph., dim, obscure, νύξ AP9.658 (Paul. Sil.); χωρίον Poll.5.110; of colour, κ. ὁ λίθος καὶ μέλας Philostr.VS2.1.8, cf. Him.Ecl.12.7.

German (Pape)

[Seite 1401] ές (wahrscheinlich von κατά u. φάος, vgl. κατωπιάω), mit niedergeschlagenen Augen, niedergeschlagen, gedemüthigt, beschämt; Od. 24, 432; κατηφὲς ὄμμα Eur. Heracl. 633; ὀφθαλμοί Hippocr.; κατηφέστερος Arist. H. A. 6, 18; Folgde, wie Plut. Pomp. 73; dem στυγνός entsprechend, gtrat. 51 (XII, 704), dem δεδακρυμένος, 54 (XII, 212); νύξ Paul. Sil. 65 (IX, 658). – Auch χωρίον κατηφές, Poll. 5, 110; von dunkler Farbe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατηφής: -ές, ἔχων τὰ ὄμματα ἐστραμμένα πρὸς τὰ κάτω, ὅστις τὰ ἔχει καταιβασμένα ἐξ αἰσχύνης ἢ λύπης, τεθλιμμένος, ἄθυμος, κατηφέες ἐσσόμεθ’ αἰεὶ Ὀδ. Ω. 432· τὸν μὲν κατηφῆ Εὐρ. Ὀρ. 881· κ. ὄμμα Εὐρ. Ἡρακλ. 633· κ. ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1217Α· ἐπὶ ζῴων, αἱ ἵπποι ὅταν ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 14· τὸ κατηφὲς ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3. 8, πρβλ. 2·- θεοῖς καταχθονίοις… λαὸς κατηφὴς Ἐπιγρ. Συρακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5394. 2) μεταφορ., σκοτεινός, μαῦρος, νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 6. 658· χωρίον Πολυδ. Ε΄, 110· ἐπὶ χρώματος, λίθος κ. καὶ μέλας Φιλόστρ. 556, πρβλ. Ἱμέριον 12. 7. Ἐτυμολογία ἀμφίβολος, τινὲς παράγουσιν ἐκ τοῦ κάτω-φάεα (=ὄμματα) βάλλειν, ὅπερ δὲν ἀπᾴδει πρὸς τὴν σημασίαν· διότι κατὰ τὸν Πλούτ. (2. 528Ε) ἡ κ. λύπη πρὸς τὰ κάτω βλέπειν ποιοῦσα· ὁ δὲ Σχολιαστ. τοῦ Ὁμήρου ἐν Ἰλ. Ρ. 556 φησὶ «κατωπίη ἀπὸ τοῦ κάτω τὰς ὦπας ἔχειν τοὺς ἐπὶ τοῖς αἰσχροῖς κατηφεῖς γιγνομένους», πρβλ. κατωπός, κατωπιάω.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui baisse les yeux de honte ou de tristesse.
Étymologie: κατά, ἅπτω.

English (Autenrieth)

ές: humiliated, disgraced, Od. 24.432†.

Greek Monolingual

-ές (AM κατηφής, -ές)
κυρίως αυτός που έχει στραμμένα προς τα κάτω τα μάτια από λύπη ή ντροπή, άκεφος, σκυθρωπός, δύσθυμος, κατσούφης (α. «κατηφής και απαρηγόρητος», Καλλιγ.
β. «κατηφὲς ὄμμ' ἔχεις;», Ευρ.)
αρχ.
1. (για αμπέλι) αυτό που έχει υποστεί μαρασμό
2. μτφ. μαύρος, σκοτεινόςχωρίον κατηφές», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κατά + ἁφή, (< ἅπτω].

Greek Monotonic

κατηφής: -ές,
1. αυτός που έχει χαμηλωμένα μάτια, κατσούφης, αποκαρδιωμένος, άφωνος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
2. μεταφ., σκοτεινός, μαύρος, ασαφής, απροσδιόριστος, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).