κώνωψ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
ωπος, ὁ,
A gnat, mosquito, A.Ag.892, Hdt.2.95, Orac. ap. Ar. Eq.1038, Arist.HA535a3, 552b5; μήτε ὡς λέων ἀναστρέφου μήτε ὡς κ. Metrod.Fr.60.
German (Pape)
[Seite 1546] ωπος, ὁ, die Mücke, Stechmücke, nach ihrem Stachel benannt; Her. 2, 95; Aesch. Ag. 893; Ar. Equ. 1038; Arist. H. A. 4, 7 u. A.; ὀξηρῷ φυόμενος κεράμῳ Dionys. 4 (XII, 108); vgl. Arist. H. A. 5, 19; Ael. H. A. 2, 4; ἐξ ὕδατος φθειρομένου S. Emp. pyrrh. 1, 41.
Greek (Liddell-Scott)
κώνωψ: -ωπος, ὁ, = «κουνοῦπι», Λατ. culex, Ἡρόδ. 2. 95, Αἰσχύλ. Ἀγ. 892, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1038· παράγονται δὲ οἱ κώνωπες ἐκ σκωλήκων ἐν τῷ καθιζήματι τοῦ ὄξους, καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι μικρότεροι τῶν ἐμπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 23, πρβλ. 4. 5, 29· κατὰ τὸν Sundevall, Stomoxys calcitrans.
French (Bailly abrégé)
ωπος (ὁ) :
cousin, insecte.
Étymologie: κῶνος, ὤψ.
English (Strong)
apparently a derivative of the base of κέντρον and a derivative of ὀπτάνομαι; a mosquito (from its stinging proboscis): gnat.
English (Thayer)
κωνωπος, ὁ, a gnat (Aeschylus), Herodotus, Hippocrates, others); of the wine-gnat or midge that is bred in (fermenting and) evaporating wine (Aristotle, h. an. 5,19 (p. 552{b}, 5; cf. Bochart, Hierozoicon, iii. 444; Buxtorf, Lex. talm. etc. 921 (474{a} Fischer edition))): Matthew 23:24.
Greek Monolingual
ο (AM κώνωψ, -ωπος)
1. κουνούπι («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», Αισχύλ.)
2. ως κύριο όν. Κώνωψ
μικρό λατινικό ποίημα που αποδίδεται στον Βεργίλιο
3. παροιμ. φρ. α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — λέγεται γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά ελαττώματα και παραβλέπουν τα μεγάλα αμαρτήματα
β) «κώνωψ ἐπὶ κέρατος βοός» — λέγεται για να δηλώσει ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολόγηση του κών-ωψ < κῶνος + ὤψ «όψη» δεν φαίνεται πιθ. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. από την αιγυπτ. hnms «μύγα, κουνούπι», σχηματισμένη με επίδραση της λ. κῶνος. Η λ. κωνώπιον «κουνουπάκι, κρεβάτι με κουνουπιέρα» συνδέθηκε παρετυμολογικώς με αμάρτυρο κανώπιον < αιγυπτ. πόλη Κάνωπος.
ΠΑΡ. αρχ. κωνωπείον, κωνωπεών, κωνωπώδης
αρχ.-μσν.
κωνώπιον.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κωνωποειδής
αρχ.
κωνωποθήρας, κωνωποσφράντης. (Β' συνθετικό) αρχ. αεροκώνωψ].
Greek Monotonic
κώνωψ: -ωπος, ὁ, κουνούπι, σκνίπα, Λατ. culex, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.