Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάγαδις

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγᾰδις Medium diacritics: μάγαδις Low diacritics: μάγαδις Capitals: ΜΑΓΑΔΙΣ
Transliteration A: mágadis Transliteration B: magadis Transliteration C: magadis Beta Code: ma/gadis

English (LSJ)

ἡ, gen.

   A μαγάδιδος Ath.14.634c; nom. pl. μαγάδιδες S.Fr.238 (anap.) codd. Ath., Phillis ap.Ath. 14.636b; also, dat. μαγάδῑ prob. in X.An.7.3.32, Anaxandr. 35; acc. μάγαδιν Alcm.91, Anacr. 18, cf. Poll.4.61 (-ῐν Diog.Ath.1.10, ῑν dub. in Anacr. l.c.); nom. pl. μαγάδεις Hsch.:—magadis, an instrument with twenty strings arranged in octaves, Lydian acc. to Ath.14.634f, but ascribed to the Thracians by Canthar.9, and derived from Thrac. pr. n. Μάγδις by Duris 28 J.; played with the finger, Aristox.Fr.Hist.66; = πηκτίς, ibid., Menaechm.4 J.    II a Lydian flute or flageolet, producing a high and a low note together, Ion Trag. 23 (cf. Aristarch. ap. Ath.14.634d), Anaxandr. l.c., cf. Did. ap. Ath. 14.634e, Hsch. [μᾰ, but μᾱ- S.Fr.238 (anap.), nisi leg. μᾰγαδῖδες.]

German (Pape)

[Seite 78] ιδος, ἡ, bei Phot. μαγάδις, u. im plur. μαγάδεις bei Hesych., u. bei Soph. frg. 228 bei Ath. XIV, 637 a scheint μαγαδῖδες zu schreiben, – ein dreieckiges, harfenähnliches Saiteninstrument, welches 20 Saiten enthielt, ψάλλω δ' εἴκοσι χορδαῖσιν μάγαδιν ἔχων, Anacr. bei Ath. a. a. O., mit 10 Tönen u. deren Oktaven, u. welches mit beiden Händen gespielt wurde, indem die linke die tieferen, die rechte die höheren Töne oder Saiten griff; so Ath. XIV, 634, nach dem sie eine Erfindung der Lyder war u. auch πηκτίς hieß, u. σαμβύκη; nach Andern aber von diesen verschieden. – Auch eine Flötenart, ὁ μάγαδις, wie Ion bei Ath. a. a. O., Λυδός τε μάγαδις αὐλὸς ἡγείσθω βοῆς, die zugleich einen hohen u. einen tiefen Ton angab, μάγαδιν λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγαν Anaxandrid. bei Ath. a. a. O., die auch κιθαριστήριος hieß; vgl. noch Ath. IV, 182. – Ueber die verschiedenen Formen des Wortes vgl. Bergk zu Anacr. p. 86 ff. u. Mein. com. III, 179.

Greek (Liddell-Scott)

μάγᾰδις: ἡ, γεν. μαγάδιδος Ἀθήν. 634C· δοτ. μαγάδει ἢ μαγάδῑ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 3, 32, Ἀθήν. 634-636· αἰτ. μάγαδιν συχνὸν παρὰ ποιηταῖς μνημονευομένοις ὑπὸ Ἀθην., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Σοφ. (Ἀποσπ. 228) ἐν ἀναπαιστικῷ στίχῳ ἔχει: πηκταί τε λύραι καὶ μᾱγάδιδες, ἔνθα ἡ πρώτη συλλαβὴ γίνεται μακρὰ ἐναντίον πάντων τῶν ἄλλων παραδειγμάτων· ὁ Δινδ. δικαιολογεῖ τοῦτο ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξις εἶναι ξενική, ἐνῷ ὁ Meineke προετείνει μᾰγᾰδῖδες, ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. μαγαδίς· πρβλ. μαγάδης· - ἡ μάγαδις ἦτο ξένον (πιθανῶς Αἰγυπτιακὸν) ὄργανον ἔχον τὸ σχῆμα κινύρας ἢ ἅρπης (τριγωνικόν), μετὰ εἴκοσι χορδῶν ἐντεταμένων κατὰ διατονικὴν κλίμακα, μαγαδίζουσιν ἐν τῇ διὰ πασῶν συμφωνίᾳ Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1, πρβλ. 9. 18, καὶ ἴδε Chappell Hist. of Mus. σ. 55, Ἀθήν. 634Β κἑξ. ΙΙ. Λυδικός τις αὐλὸς ἢ πλαγίαυλος παράγων δύο τόνους ἐν ταὐτῷ ὀξὺν καὶ βαρύν, Ἴων παρ’ Ἀθην. 634C, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὁπλομάχῳ» 1, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

[ᾰᾰ];
1. (ἡ) sorte de harpe à vingt cordes, dont dix à l’octave des autres, ATH. 14.634c;
2. (ὁ) avec ou sans αὐλός, sorte de flûte, ION, etc. (ATH. 14.634c, 182d).
Étymologie: μαγάς. DELG pê emprunt lydien.

Greek Monolingual

μάγαδις, μαγάδιδος, ἡ (Α)
1. έγχορδο μουσικό όργανο, πιθ. λυδικής προελεύσεως, κατ' άλλους θρακικής, με τριγωνικό σχήμα, που έμοιαζε με την άρπα, είχε είκοσι χορδές χορδισμένες ανά ζεύγη κατά όγδοες, πράγμα που επέτρεπε τη συνήχηση της ογδόης
2. λυδικός αυλός, πλαγίαυλος που παρήγε φθόγγο χαμηλό και υψηλό, βαρύ ή οξύ ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μάλλον πρόκειται για λυδικό δάνειο].

Greek Monotonic

μάγᾰδις: ἡ, γεν. μαγάδιδος, δοτ. μαγάδει ή μαγάδῖ, αιτ. μάγαδιν· μάγαδις, είδος άρπας με είκοσι χορδές, σε Κωμ. (ξένη λέξη).