ὁμογάστριος

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμογάστριος Medium diacritics: ὁμογάστριος Low diacritics: ομογάστριος Capitals: ΟΜΟΓΑΣΤΡΙΟΣ
Transliteration A: homogástrios Transliteration B: homogastrios Transliteration C: omogastrios Beta Code: o(moga/strios

English (LSJ)

ον,

   A from the same womb, born of the same mother, uterine, κασίγνητος ὁ. Il.24.47 ; ὁ. Ἕκτορος 21.95 ; ἀδελφή BGU405.5 (iv A. D.) ; νύμφαι Man.6.118 ; μίασμα Hld.7.5.

German (Pape)

[Seite 333] aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; κασίγνητος, Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; εὐνή, Maneth. 5, 206.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμογάστριος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς γαστρός, ὁ τεχθεὶς ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, ὁμομήτριος, κασίγνητος ὁμ. Ἰλ. Ω. 47· ὁμ. Ἔκτορος Φ. 95· πρβλ. ὁγάστριος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né du même sein.
Étymologie: ὁμός, γαστήρ.

English (Autenrieth)

(γαστήρ): κασίγνητος, own brother, by the same mother. (Il.)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὁμογάστριος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα με κάποιον άλλο, ομομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ετερο-γάστριος].

Greek Monotonic

ὁμογάστριος: -ον (γαστήρ), αυτός που βγήκε από την ίδια κοιλιά, που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα, σε Ομήρ. Ιλ.