θύος

From LSJ
Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύος Medium diacritics: θύος Low diacritics: θύος Capitals: ΘΥΟΣ
Transliteration A: thýos Transliteration B: thyos Transliteration C: thyos Beta Code: qu/os

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, (θύω A)

   A burnt sacrifice, A.Ag.1409; θύος ὅττι πάχιστον Call.Aet.Oxy.2079.23: but usu. in pl., σὺν θυέεσσι Il.6.270, cf. 9.499; σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.Op.338, cf. Maiist.11; λίσσομ' ὑπὲρ θυέων Od.15.261; θύη πρὸ παίδων A.Eu.835, cf. IG12(5).593.17 (Iulis, V B.C.), Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene); νιν ἐκ θυέων καταδήσομαι Theoc.2.10, cf. Euph.129.    2 later in pl.,= θυμιάματα, Hp. ap. Gal.19.104.    II a cake, θύη πέττειν Eup.108.

German (Pape)

[Seite 1226] τό, Räucherwerk, das zum Opfern gebraucht wird, Il. 6, 270, im plur.; Hes. O. 335 ist verbunden μηρία καίειν, ἄλλοτε δὴ σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι; das Opfer übh., Il. 9, 499 Od. 15, 261; Aesch. Eum. 799, der auch den sing. gebraucht, Ag. 1383. Auch sp. D., immer im plur., wie Gaetul. 3 (VI, 190); Theocr. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

θύος: -εος, τό, (θύω) θυσία, προσφορά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1409· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σὺν θυέεσσι Ἰλ. Ζ. 270, πρβλ. Ι. 499 (495)· σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· λίσσομ’ ὑπέρ θυέων Ὀδ. Ο. 261· θύη πρὸ παίδων Αἰσχύλ. Εὐμ. 835. 2) παρὰ μεταγεν., θυμίαμα, Λατ. thus, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Θεόκρ. 2. 10· ἀλλὰ τὸ θυμίαμα εἶναι ἄγνωστον παρ’ Ὁμ., Nitzsch Ὀδ. Ε. 60. ΙΙ. πέμμα, πλακοῦς, θύει πέττειν Εὔπολις ἐν «Δημ.» 22.

French (Bailly abrégé)

ion. θύεος, att. θύους (τό) :
1 bois qui répand une odeur agréable en brûlant, bois parfumé ; postér. encens, parfum;
2 offrande pour un sacrifice ; sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

English (Autenrieth)

εος: pl., burnt-offerings.

Greek Monolingual

θύος, τὸ (Α)
1. θυσία, ιερή προσφορά
2. θυμίαμα
3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε «προσφορά στους θεούς» γενικά. Η λ. υιοθετήθηκε από τη Λατινική στον τ. tus «θυμίαμα».
ΠΑΡ. αρχ. θύεια, θυέστης, θυήεις, θυία, θυίς, θυίσκη, θυόεις.
ΣΥΝΘ. αρχ. θυηδόχος, θυηκόος, θυηπολείον, θυηπολία, θυηπολικός, θυηπόλιον, θυηπόλος, θυηπολώ, θυηφάγος, θυοδόκος, θυοσκόος, θυοσκοπία, θυοσκόπος, θυοσκώ, θυοφόρος, θυώδης.

Greek Monotonic

θύος: -εος, τό (θύω Α), δοτ. πληθ. θύεσσι, Επικ. θυέεσσι, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. θυέων, αιτ. θύη· θυσία, προσφορά, σε Όμηρ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θύος: εος τό θύω I]
1) pl. благовонные курения (= θύον
1) (πρὸς νηὸν Ἀθηναίης ἔρχεσθαι σὺν θυέεσσιν Hom.; σπονδῇς θυέεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.);
2) преимущ. pl. жертва Hom., Aesch., Theocr.