θυόεις
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
θυόεσσα, θυόεν, (θύος) laden with incense, fragrant, νέφος Il.15.153; epithet of Eleusis, h.Cer.97, 318; ἄστεος ὀμφαλός, of an altar, Pi.Fr.75.3; βωμός Id.Pae.3.8, E.Tr.1061 (lyr.); Ἀστερίη Call.Del.300; ἀνάκτορον AP6.277 (Damag.).
German (Pape)
[Seite 1226] εσσα, εν, duftend; νέφος Il. 15, 152; ἄστεος ὀμφαλός Pind. frg. 45; βωμός Eur. Ir. 1054; sp. D., wie Coluth. 82. Vgl. θυώεις.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
qui exhale un parfum.
Étymologie: θύος.
Russian (Dvoretsky)
θυόεις: όεσσα, όεν Hom., HH, Pind., Eur. - θυήεις.
Greek (Liddell-Scott)
θυόεις: εσσα, εν, (θύος) πλήρης θυμιάματος, εὐώδης, εὔοσμος, νέφος (ἴδε ἐν λ. στεφανόω), Ἰλ. Ο. 153· ἐπίθ. τῆς Ἐλευσῖνος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 319· ἄστεος ὀμφαλός, ἐπὶ βωμοῦ, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 3· βωμὸς Εὐρ Τρῳ.: 061· Ἀστερίη Καλλ. Εἰς Δῆλ. 300 ἀνάκτορον Ἀνθ. Π. 6. 277 μύρον Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. 11 5. Πρβλ. θυήεις, θυώεις.
English (Autenrieth)
εν (θύος): odorous, Il. 15.153†.
English (Slater)
θῠόεις incense laden καὶ θυόε[ντα ] βωμὸν[ (Pae. 3.8) θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 3.
Greek Monolingual
θυόεις, -εσσα, -εν (Α) θύος
1. ο γεμάτος θυμίαμα, ο ευώδης, ο εύοσμος
2. ως κύριο όν. Θυόεσσα
επίθ. της Ελευσίνας.
Greek Monotonic
θυόεις: -εσσα, -εν (θύος), γεμάτος λιβάνι, εύοσμος, ευώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Middle Liddell
θυόεις, εσσα, εν θύος
laden with incense, odorous, fragrant, Il., Eur.