καταρχή

From LSJ
Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρχή Medium diacritics: καταρχή Low diacritics: καταρχή Capitals: ΚΑΤΑΡΧΗ
Transliteration A: katarchḗ Transliteration B: katarchē Transliteration C: katarchi Beta Code: katarxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A beginning, πράγματος BGU1209.11 (i B.C.), cf. Callicr. ap.Stob.4.28.16, Plb.2.12.8; κ. διαφορᾶς Id.22.4.14,al.; ἀνέμου Mim. Oxy.413.213.    II Astrol., forecast of an undertaking, voyage, etc., Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99, Vett.Val.187.15 (pl.); περὶ καταρχῶν, title of poems by Maximus and Heph.Astr.    III part of victim first offered, IG22.1359.    IV primacy, sovereignty, τοῦ ἁθρόου Epicur.Fr.314; starting-point, basis, Chrysipp.Stoic.2.246; τὰς Χάριτας [εἶναι] τὰς ἡμετέρας κ. Phld.Piet.14.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, Anfang, Beginn, πολέμου Pol. 23, 2, 14, öfter, u. Sp. Auch = Opfer von Erstlingen.

Greek (Liddell-Scott)

καταρχή: ἡ, ἀρχή, ἔναρξις, Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 485. 47, Πολύβ. 2. 12, 8· κ. πολέμου ὁ αὐτ. 23, 2, 14· ἐν περίφρ., κ. ποιεῖσθαι Ἀθήν. σ. 139·- ἐν τῷ πληθ. αἱ πρῶται θυσίαι, ἀπαρχαὶ καὶ σπονδή.

Greek Monolingual

καταρχή, ἡ (Α)
1. αρχή, έναρξη («ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς καταρχῆς Ῥωμαῑοι μὲν εὐθέως ἄλλους πρεσβευτὰς ἐξαπέστειλαν πρὸς Κορινθίους», Πολ.)
2. αστρολ. η πρόβλεψη μιας κατάστασης με την παρατήρηση τών αστέρων, η προμάντευση
3. εξουσία κυριαρχία
4. η αφετηρία μιας ενέργειας ή ἑνός πράγματος
5. στον πληθ. αἱ καταρχαί
οι απαρχές, οι τελετές που γίνονταν κατά την έναρξη της θυσίας
6. φρ. «Περὶ καταρχῶν» — τίτλος ποιημάτων του Μαξίμου και του Ηφαιστίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αρχή (< ἀρχή), πρβλ. απ-αρχή, υπ-αρχή].

Russian (Dvoretsky)

καταρχή: ἡ начало (πολέμου Polyb.).