στρόφιγξ
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ιγγος, ὁ (ἡ, EM446.31): (στρέφω):—
A pivot, axle or pin on which a body turns, E.Ph.1126. 2 pl., pivots working in sockets, at top and bottom of a door, Thphr.HP5.5.4, al., PCair.Zen. 782 (a).7(iii B.C.), Plu.Rom.23, Gal.UP1.15. 3 metaph., γλώττης σ., of a well-hung tongue, Ar.Ra.892; of the vertebrae, Pherecr. 236, Pl.Ti.74a, 74b. 4 νύμφη ἡ ἐν τῷ σ., dub. sens. in AJA30.249 (Cyprus).
German (Pape)
[Seite 956] ιγγος, ἡ, wie στροφεύς, Wirbelknochen, Poll. 2, l 30; vgl. Plat. Tim. 74 a. Uebh. Wirbel, Zapfen, um den sich ein Körper dreht, Thürangel, eigtl. der Zapfen oben und unten am Thürflügel, der sich in einem Loche drehte und aus dem Kernholze von λωτός, πύξος od. πρῖνος gemacht wurde, στροφεύς aber das Stück aus dem Holze der πτελέα, an dem die στρόφιγξ saß, Theophr.; πῶλοι στρόφιγξιν ἔνδοθεν κ υκλούμεναι, Eur. Phoen. 1133; übertr., γλώττης στρόφιγξ, Ar. Ran. 890. – Auch der Hahn an einer Röhre, den man umdreht, τὸ τοῖς σωλῆσιν ἐμβαλλόμενον, ὥςτε τὲν τοῦ ὔδατος ἐπέχειν καὶ αὖ πάλιν ἀνιέναι φοράν, Schol. Ar. Nubb. 450, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
στρόφιγξ: -ιγγος, ὁ, καὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 446. 31, κτλ., ἡ· (στρέφω)· - ὡς τὸ στροφεύς, ὁ ἄξων ἢ τὸ σημεῖον ἐφ’ οὗ τι περιστρέφεται, «στροφεύς» Ἡσύχ., Εὐρ. Φοίν. 1126. 2) στρόφιγγες ἐκαλοῦντο μοχλίσκοι στρεφόμενοι ἐντὸς θηκῶν ἀκινήτων, Λατ. Scapi cardinales, κατὰ τὸ ἄνω καὶ κάτω μέρος τῆς θύρας, ἐφ’ ὧν αὕτη ἐστρέφετο· ἦσαν δὲ πεποιημένοι ἐκ λωτοῦ, πύξου ἢ πρίνου, ὁ δὲ στροφεὺς κατασκευαζόμενος ἐκ πτελέας, ἦτο ἡ θήκη ἐν ᾗ ὁ στρόφιγξ ἐστρέφετο, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 4 κἑξ., πρβλ. Βιτρούβ. 4. 6, Πλουτ. Ρωμ. 23· - ἐντεῦθεν ἡ λέξις λαμβάνεται ἐπὶ τῶν σπονδύλων θεωρουμένων ὡς στροφίγγων, ἐφ’ ὧν τὸ σῶμα στηριζόμενον κινεῖται, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 71b, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Β. 3) τὸ πῶμα σωλῆνος ὕδατος, ἐπιστόμιον, «κάνουλα», κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450. 4) μεταφορ., στρ. γλώττης, ἐπὶ γλώσσης εὐχερῶς κινουμένης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 892.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ) :
pivot ; gond d’une porte.
Étymologie: στρέφω.
Greek Monotonic
στρόφιγξ: -ιγγος, ὁ (στρέφω),·
1. άξονας περιστροφής, αξόνιο, σφήνα, πίρος, γύρω από τα οποία περιστρέφεται ένα σώμα, σε Ευρ.
2. οι στρόφιγγες ήταν μικροί μοχλοί που στρέφονταν μέσα σε ακίνητες υποδοχές, θήκες, στο πάνω και στο κάτω άκρο της πόρτας, χρησιμεύοντας αντί κεντρικών αξόνων, σε Πλούτ.
3. μεταφ., στρόφιγξ γλώττης, γλώσσα που κινείται με ευχέρεια, δηλ. χάρισμα της ευγλωττίας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
στρόφιγξ: ιγγος ὁ
1) стержень вращения (στρόφιγγι κυκλούμενος Eur.): γλώττης σ. Arph. бойкость языка;
2) поворотный крюк, шарнир (οἱ τῶν πυλῶν στρόφιγγες Plut.): σφόνδυλοι οἷον στρόφιγγες Plat. позвонки, (представляющие собой) как бы шарниры.